Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

"Μαριος Αρρατος: η νεα υποσχεση στο ελληνικο λαϊκο τραγουδι"


Όταν η εγκράτεια και η υπομονή συναντούν το ταλέντο και τη γνώση. Όταν η πίστη και η αυτοπεποίθηση παντρεύονται με την ταπεινότητα και τη σιγουριά. Όταν η λακωνικότητα στο λόγο και η σοβαρότητα στο χαρακτήρα δίνουν όρκους αιώνιας συνύπαρξης με τη μετριοφροσύνη και την ψυχραιμία. Ο λόγος για τον τραγουδιστή Μάριο Άρρατο, η σκούφια του οποίου κρατά από τον Μαυρόλοφο Σερρών. Ο 22χρονος καλλιτέχνης μοιράστηκε μαζί μου - παρέα μ’ έναν καφέ και μετά από μια πετυχημένη σεζόν στο «Παρασκήνιο» της Θεσσαλονίκης - την ως τώρα πορεία του στο χώρο του τραγουδιού. Της πίστας. Της νύχτας. Στη διάρκεια της κουβέντας μας έπλεξε πολύχρωμο εγκώμιο για τους γονείς του, δύο ανθρώπους που τον στηρίζουν και τον αγαπούν με όλη τη δύναμη του είναι τους. Μου μίλησε για τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του, για τα οποία διατηρεί τον πρέποντα σεβασμό και βλέπουν οι τρεις τους τις ζωές τους να προχωρούν κι οι ίδιοι πάντα μαζί, πάντα δεμένοι. Δύο νέα τραγούδια, μία πετυχημένη διασκευή, τα πρώτα βήματα, τα απρόοπτα επί σκηνής και η ζωή όπως την ονειρεύεται ο ίδιος σε 20 χρόνια… Επιδιώκει, στοχεύει, ονειρεύεται, τραγουδά με τη γνήσια λαϊκή φωνή του και υπόσχεται πολλά στο ελληνικό λαϊκό πεντάγραμμο. Είναι ο Μάριος Άρρατος! 


Θ.Θ.: Το μαγνητόφωνο είναι on κι εγώ αρχίζω να εκφωνώ: Κυριακή, 22 Ιουνίου, συνέντευξη με τον Μάριο Άρρατο. Μάριε, θέλω, αρχικά, να μου πεις τις αναμνήσεις έχεις από τα παιδικά σου χρόνια, πριν την πρώτη σου επαφή με τη μουσική.


Μ.Α.: Τα παιδικά μου χρόνια τα θυμάμαι με μεγάλη ευχαρίστηση. Μεγάλωσα σε μια ζεστή οικογένεια, η οποία στεκόταν αρωγός σε κάθε μου κίνηση κι επιλογή. Όσον αφορά στο σχολείο, μέχρι το Δημοτικό ήμουν καλός μαθητής, ύστερα άρχισα να ξεφεύγω. Η επαφή μου, λοιπόν, με το τραγούδι γίνεται στα 14 μου χρόνια σ’ ένα μικρό ταβερνάκι του χωριού. Εκείνο το βράδυ, σηκώνεται ξαφνικά κάποια στιγμή ένας φίλος από την παρέα και ζητά από την ορχήστρα το μικρόφωνο. Μου το δίνει και λέω το πρώτο μου τραγούδι, «Βρέχει στη φτωχογειτονιά». Μετά απ’ αυτό, γεννήθηκε μέσα μου η ασίγαστη επιθυμία, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει καταλαγιάσει καθόλου.

Θ.Θ.: Το Σεπτέμβρη του 2009 ανοίγεις το πρόγραμμα σε λαϊκή πίστα της Δράμας. Θέλεις να μου πεις στο διάστημα αυτό και μέχρι το τέλος αυτής της απόπειρας τι αλλάζει στον Μάριο - τραγουδιστή και στον Μάριο - άνθρωπο;

Μ.Α: Για τον Μάριο - τραγουδιστή άρχισαν να ξεκαθαρίζουν οι νότες στο νου του, στο αυτί του, μέσα του. Ξεκίνησα να μελετώ τη μουσική, να ψάχνομαι περισσότερο. Παρακολούθησα μαθήματα φωνητικής σε Ωδείο κι έμαθα να παίζω μπουζούκι. Ως άνθρωπος, στα 6 - 7 χρόνια που έχουν περάσει, έχω απλώς ωριμάσει, δεν άλλαξα καθόλου. Θοδωρή, μιας που το κουβεντιάζουμε, θέλω να ευχαριστήσω για πολύτιμη βοήθειά του, επί 9 συναπτούς μήνες, το μαέστρο στο «Θέατρο», τον Γιώργο Αλεξίου.

Θ.Θ.: Τι διδάχτηκες ως τραγουδιστής πλέον από το πρώτο σου βήμα;

Μ.Α.: Διδάχτηκα την πειθαρχία επί σκηνής, έμαθα να στέκομαι εκεί πάνω με αξιοπρέπεια, να μετριάζω το ομολογουμένως μεγάλο βάρος που έχει ο τραγουδιστής όταν βρίσκεται απέναντι από ένα κοινό που περιμένει να διασκεδάσει. Απέκτησα εμπειρία, η οποία μαζί με την αγάπη των ανθρώπων του μαγαζιού μού έδωσαν πάτημα για τη συνέχεια.

Θ.Θ.: Μάριε, σου έχει συμβεί ως τώρα κάτι αρνητικό λίγο πριν βγεις; Το νίκησες; Το προσπέρασες;

Μ.Α.: Πρόσφατα είχα 40 πυρετό. Αλλά βρήκα το κουράγιο και τραγούδησα. Άλλη περίπτωση, έχασα τον αγαπημένο μου παππού, αλλά πάλι μάζεψα τα κομμάτια μου και ανέβηκα στη σκηνή. Και τέλος, κάποια στιγμή χώρισα από μία σχέση, αλλά για άλλη μια φορά στάθηκα αντάξιος των καθηκόντων μου.

Θ.Θ.: Ποια είναι η καλύτερη και ποια η χειρότερη εμπειρία επί σκηνής;

Μ.Α.: Η καλύτερη είναι το χειροκρότημα, πάντα θα ισχύει αυτό. Με ανεβάζει πολύ. Θέλω ο κόσμος να το νιώθει και να περνάει καλά. Όταν συμβαίνει αυτό, είμαι στα καλύτερά μου. Η χειρότερη τώρα, ήταν όταν έπεσα ενώ τραγουδούσα. Πάτησα ένα γαρύφαλλο, γλίστρησα και βρέθηκα πεσμένος κάτω. Αλλά δεν πτοήθηκα, το τραγούδι δεν το ‘χασα ούτε στιγμή. Το διακωμώδησα κατευθείαν.

Θ.Θ.: Με ποιους καλλιτέχνες θα ήθελες να συνεργαστείς στο μέλλον;

Μ.Α.: Θέλω, Θοδωρή, να κάνω πολλές συνεργασίες στο τραγούδι. Λατρεύω τις φωνές του Αντώνη Ρέμου, του Γιώργου Μαζωνάκη, κοντά στις οποίες θα ήθελα να ακουστεί κι η δική μου φωνή. Από συνθέτες, με γοητεύει η δουλειά του Αντώνη Βαρδή. Επίσης, θα ήθελα κάποια στιγμή να γνωρίσω τον Μίκη Θεοδωράκη. Όσο περισσότερες συνεργασίες, τόσο καλύτερα για μένα. Θέλω να πάρω πράγματα από μεγάλους καλλιτέχνες.

Θ.Θ.: Κάποια στιγμή κατεβαίνεις στην Αθήνα για να συναντήσεις τον Πάνο Καπίρη, συνθέτη μεγάλων λαϊκών επιτυχιών. Τι σου λέει ο ίδιος και τι κλίμα συναντάς στην πρωτεύουσα;

Μ.Α.: Κατέβηκα 1,5 χρόνο περίπου πριν για να γνωρίσω τον Πάνο Καπίρη όπως είπες, αλλά και την Ελένη την Γιαννατσούλια, στιχουργό. Ήταν ξεκάθαροι κι οι δύο από την αρχή. Μου εξήγησαν ότι είναι δύσκολα τα πράγματα και σ’ αυτό το χώρο και μου μίλησαν για τον ανταγωνισμό. Δέχθηκα με θέρμη, φυσικά, τη στήριξη και την αγάπη αυτών των ανθρώπων, ακόμη επικοινωνούμε, με συμβουλεύουν και όπως είπα νωρίτερα, πήρα κάτι και από αυτούς τους καλλιτέχνες.

Θ.Θ.: Τι λατρεύεις και τι μισείς στο χώρο σου;

Μ.Α.: Κοίτα, οι περισσότεροι μουσικοί είναι σωστοί άνθρωποι. Οι τραγουδιστές είναι διαφορετικοί. Είναι ανταγωνιστικοί. Αλλιώς είναι μαζί σου π.χ. επί σκηνής και αλλιώς από πίσω. Βέβαια, υπάρχουν κι άλλοι που σε βοηθούν. Δεν είναι όλοι εναντίον σου. Κάποιοι είναι σύμμαχοί σου. Αυτοί σπανίζουν. Έχω συναντήσει ελάχιστους.

Θ.Θ.: Ποιοι καλλιτέχνες είναι τα ινδάλματά σου;

Μ.Α.: Στράτος Διονυσίου, Στέλιος Καζαντζίδης, Δημήτρης Μητροπάνος, Γλυκερία, Αντώνης Ρέμος, George Michael, Elvis Presley, Michael Jackson.

Θ.Θ.: Πες μου τη γνώμη σου για τα μουσικά talent show της ελληνικής τηλεόρασης.

Μ.Α.: Δεν τα κατακρίνω. Απλά δε μου αρέσει το στημένο που ενυπάρχει στο όλο θέμα. Από όλα ξεχωρίζω το «The Voice». Είδα μια ξεκάθαρη αντιμετώπιση των κριτών απέναντι στους διαγωνιζόμενους. Δεν τους ξεφτίλισαν δημοσίως, όπως σε άλλα παιχνίδια. 

Θ.Θ.: Έχεις ξεχωρίσει κάποιον από το περασμένο «The Voice»;

Μ.Α.: Από τις πρώτες κιόλας οντισιόν ξεχώρισα τον Πάνο Βιτζηλαίο, τον Λεύτερη Κιντάτο, την Αρετή Κοσμίδου και την Τζωρτζίνα Καραχάλιου.

Θ.Θ.: Ποια είναι η εικόνα που έχεις για τις ελληνικές λαϊκές πίστες;

Μ.Α.: Λείπουν οι λαϊκές φωνές.

Θ.Θ.: Έχεις ηχογραφήσει μέχρι τώρα δύο δικά σου τραγούδια, το «Ειλικρινά» και το «Θεός δεν είμαι», ενώ έχεις κάνει και μία διασκευή, το «Σε Γυρεύω», του Πάριου. Ποιο ξεχωρίζεις;

Μ.Α.: «Σε Γυρεύω», σε μουσική Αντώνη Βαρδή και στοίχους Σαράντη Αλιβιζάτου. Ήταν το πάτημα για τις επόμενες γνωριμίες. Αν δεν υπήρχε αυτό το τραγούδι, δε θα υπήρχαν και τα υπόλοιπα δύο.

Θ.Θ.: Στο «Θεός δεν είμαι» τραγουδάς «Θεός δεν είμαι για να σε καταδικάσω, θα σε δικάσει μία μέρα η ζωή». Πιστεύεις στη Θεία Δίκη;

Μ.Α.: Απόλυτα. Ειδάλλως δε θα το τραγουδούσα.

Θ.Θ.: Στο «Ειλικρινά» τραγουδάς «Χάνω ξαφνικά τα κεκτημένα». Πότε ένας ερωτευμένος άνθρωπος «χάνει ξαφνικά τα κεκτημένα»;

Μ.Α.: Όταν θεωρεί το συνάνθρωπό του δεδομένο, όταν επαναπαύεται. Η αγάπη δεν είναι ποτέ δεδομένη. Οπότε κάποια στιγμή μπορεί να τη χάσεις και να μην το πιστεύεις. Τίποτα δεν είναι κεκτημένο και δεδομένο.  «Τὰ πάντα ῥεῖ», όπως έλεγαν οι Αρχαίοι.

Θ.Θ.: Την προηγούμενη βδομάδα είχαμε το Gay Pride στην Θεσσαλονίκη. Θεωρείς ότι είναι σωστός ο τρόπος διαμαρτυρίας αυτής της μερίδας κόσμου; Εσύ τους αποδέχεσαι;

Μ.Α.: Φυσικά τους αποδέχομαι. Είναι άνθρωποι. Έχω γνωρίσει και συναναστραφεί ομοφυλόφιλους. Γιατί να τους κρίνω; Ποιος είμαι, ο Θεός; Δεν είμαι απέναντι, με τίποτα, σε καμία περίπτωση. «Θεός δεν είμαι», το λέει και το τραγούδι. (γέλια!) Ως προς το Pride, από τη στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται στο δρόμο και διεκδικούν, αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν λυθεί πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην κοινωνία του 2014.

Θ.Θ.: Διαβάζεις λογοτεχνία;

Μ.Α.: Το διάβασμα είναι το χόμπι μου, μαζί με το ποδόσφαιρο που παίζω με τα φιλαράκια μου. Διαβάζω μυθιστορήματα, Φιλοσοφία, Αρχαία, Ιστορία… Ξεκίνησα να διαβάζω μόλις τελείωσα το σχολείο. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ότι μετάνιωσα πικρά που δε διάβασα στο σχολείο. Είναι το μόνο πράγμα που έχω μετανιώσει αληθινά μέχρι σήμερα.

Θ.Θ.: Αν δεν ήσουν τραγουδιστής τι θα ήσουν;

Μ.Α.: Αν δεν ήμουν τραγουδιστής δε θα ήμουν στην Ελλάδα. Η μουσική και το τραγούδι με κρατούν στην χώρα μου. Ίσως βρισκόμουν στην Αμερική, στην Αυστραλία, στη Γερμανία, κάπου. Μπορεί να ακολουθούσα το επάγγελμα του πατέρα μου, ο οποίος είναι ελαιοχρωματιστής. Κι επίσης, γυρίζω λίγο πίσω, αν διάβαζα στις πανελλήνιες και περνούσα, θα σπούδαζα ή διατροφολογία ή ψυχολογία ή ιατρική.

Θ.Θ.: Τι οφείλεις στους γονείς σου;

Μ.Α.: Τα πάντα. Ποτέ δεν άκουσα από το στόμα τους τη λέξη «ΟΧΙ», σε ό,τι κι αν τους ζήτησα. Τους ευχαριστώ από τα μύχια της ψυχής μου, γιατί μέχρι τώρα μας έχουνε δώσει, σε μένα και στα αδέρφια μου, ό,τι είχαν και δεν είχαν. Σε κάθε ιδέα μου ήταν σύμμαχοί μου. Η αγάπη μέσα στο σπίτι, η αρμονία στο περιβάλλον που ζούσα και μεγάλωνα με έχουν κάνει αυτό που είμαι σήμερα. Έχω και δύο αδέρφια, ο μεσαίος είναι 28 και ο μεγάλος 32. Βγαίνουμε έξω, είμαστε φίλοι, μοιραζόμαστε τα πάντα, σεβόμαστε ο ένας τον άλλον, τις επιλογές του καθένα κλπ.

Θ.Θ.: Για τη δουλειά σου τι γνώμη έχουν; Όταν τους είπες ότι θα δουλέψεις στη νύχτα τι σου είπαν;

Μ.Α.: Ήταν από την αρχή θετικά προσκείμενοι στην επιλογή μου να γίνω τραγουδιστής.

Θ.Θ.: Πώς φαντάζεσαι τη ζωή σου στα 40 σου χρόνια;

Μ.Α.: Πιστεύω ότι θα έχω βρει την κατάλληλη γυναίκα. Θέλω να κάνω τη δική μου οικογένεια. Επαγγελματικά, θέλω να έχω 30 τραγούδια προίκα!




Λίγα λόγια ακόμη  από τον Μάριο: «Σ’ ευχαριστώ που κατάφερες να βγάλεις από μέσα μου συναισθήματα και λόγια που πολλές φορές δεν τολμώ ή δεν έχω το χρόνο να τα συζητήσω με τον ίδιο μου τον εαυτό. Τιμή που με φιλοξενείς στο blog σου. Χαίρομαι πολύ για τη γνωριμία μας. Θέλω να πω στον κόσμο να μη χάνει το κουράγιο του. Με πίστη και υπομονή όλα γίνονται. Δεν το βάζουμε κάτω, δεν ποδοπατούμε τα όνειρά μας, προσέχουμε τους εαυτούς μας και… Υγιαίνετε!»


Συνέντευξη: Θοδωρής Θεοχαρίδης



Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

"Συνεντευξη με τον Αδαμ Τσαρουχη"


Η τόλμη του νέου, η γοητεία του φρέσκου, η ομορφιά της αλήθειας, η αυθεντικότητα του ταλέντου. Ο λόγος για τον Αδάμ Τσαρούχη, ένα καινούριο πρόσωπο, μια ατσαλάκωτη υπόσχεση στην ελληνική δισκογραφία, λίγους μήνες πριν κρατήσουμε στα χέρια μας τον πρώτο του δίσκο. Ο δραστήριος και ικανός Αδάμ έχει συνεργαστεί με σπουδαίους Έλληνες καλλιτέχνες, ερμηνευτές, συνθέτες, ηθοποιούς, τραγουδιστές, όπως η Φωτεινή Δάρρα, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, η Μαντώ, η Σία Κοσκινά, ο Μίμης Πλέσσας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος κ.ά. Επίσης, έχει περάσει από το σανίδι για δημοφιλείς, πετυχημένες και αγαπημένες μουσικές παραστάσεις, όπως το «Κλουβί με τις Τρελές», «Θα σε Πάρω να Φύγουμε», «Παναγία των Παρισίων», «Η Μαρινέλλα συναντά τη Βέμπο» κλπ. Τα έμφυτα εξαιρετικά χαρακτηριστικά του Αδάμ όταν συζητάς μαζί του, είναι αδιαμφισβήτητα το χαμόγελο και η ειλικρίνειά του. Κανένας ίχνος προσποίησης στη συμπεριφορά ή στις αντιδράσεις του, άριστη στάση σώματος που εμπνέει για κουβέντα και σχεδόν σου «επιτάσσει» να τον παρατηρείς και μια ενέργεια που αναβλύζει ευτυχία, χαρά και δύναμη ψυχής και σώματος. 



Θ.Θ.: Το μαγνητόφωνο είναι on κι εγώ αρχίζω να εκφωνώ: 12 Ιουνίου του 2014, συνέντευξη με τον τραγουδιστή Αδάμ Τσαρούχη στα Public Συντάγματος. Αδάμ, έχεις πει ότι από μικρός ήξερες πως θα ασχοληθείς με τη μουσική.

Α.Τ.: Ναι, ο μπαμπάς μου ήταν τραγουδιστής, συνεπώς το ερέθισμα το είχα από πολύ μικρός. Εκεί κοντά στα 8 με 9 μου χρόνια άρχισα να αποζητώ τη μουσική. Ώσπου οι γονείς μου με έγραψαν στο Ωδείο. Αρχικά παρακολούθησα μαθήματα μουσικής και κιθάρας, ενώ αργότερα εξέφρασα την επιθυμία μου ν’ ασχοληθώ με το τραγούδι.

Θ.Θ.: Ήταν από την αρχή σύμφωνοι;

Α.Τ.: Στην αρχή δεν ήταν, όχι. Το επάγγελμα αυτό, σήμερα πλέον όλα, έχει μια ανασφάλεια. Κι επειδή ο μπαμπάς μου ήξερε εκ των έσω όλες αυτές τις ανασφάλειες, δεν ήθελε να βρεθώ αντιμέτωπος με αυτές.

Θ.Θ.: Πώς αντιλαμβανόσουν τη μουσική τότε και πώς σήμερα;

Α.Τ.: Σήμερα προσπαθώ να κρατώ την ίδια παιδικότητα, τον ίδιο ενθουσιασμό - και σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης. Σήμερα έχω πιο αυστηρό κριτήριο από αυτό που είχα μικρός σχετικά με την τεχνική των τραγουδιστών, τη μουσική, γιατί πλέον έχω ακούσει περισσότερα, έχω εμπειρίες και νιώθω πιο ώριμος.

Θ.Θ.: Εκτός από τη μουσική έχεις παρακολουθήσει μαθήματα Computer Animation και Λογιστικών.

Α.Τ.: Το έκανα για χατίρι των γονιών μου. Μέσα μου πάντα σιγόκαιγε η φλόγα της μουσικής.

Θ.Θ.: Οι γονείς σου είναι αυστηροί κριτές;

Α.Τ.: Ναι. Τώρα μου θύμισες το σκηνικό που τους ανακοίνωσα ότι θέλω να γίνω τραγουδιστής. Λοιπόν, έχουμε βγει οικογενειακώς σε μια πιτσαρία στον Υμηττό. Στο μεταξύ, έχω πάει στο Ωδείο, έχω ανακαλύψει ότι η μουσική με εκφράζει και με γεμίζει, θέλω να ασχοληθώ μ’ αυτό. Είμαι, λοιπόν, 15 - 16 και με ρωτούν τι θέλω να κάνω, τι σκέφτομαι. Και η απάντησή μου είναι απλή: «Θα γίνω τραγουδιστής». Τότε ο πατέρας μου μου αντιγύρισε: «Μα εσύ ντρέπεσαι, πώς θα τραγουδήσεις μπροστά σε κοινό;» και είπα «Όχι, εγώ αυτό θα κάνω». Ένα μεσημέρι ζήτησε να με ακούσει. Είμαστε στο σαλόνι του σπιτιού. Πήρα να τραγουδώ ένα κομμάτι των Πυξ Λαξ. Παρόλο που του άρεσε πολύ, δε μου έδωσε ποτέ το πράσινο φως. Το αποδέχτηκαν κι οι δύο πολύ αργότερα.

Θ.Θ.: Αν τότε είχες ακούσει τον πατέρα σου, σήμερα πού θα ήσουν και τι θα έκανες;

Α.Τ.: Θα έκανα μία δουλειά γραφείου, όπως τότε. Έχω δουλέψει σε δικηγορικό γραφείο, σε ταμείο εμπόρων, παράλληλα πάντα με τις σπουδές μου και με άλλα που ασχολήθηκα.

Θ.Θ.: Έχεις συμμετάσχει σε πολλές μουσικο - θεατρικές  παραστάσεις. Ποια απ’ όλες σου τις δουλειές θα σου μείνει αξέχαστη;

Α.Τ.: Το «Θα σε Πάρω να Φύγουμε» είναι οπωσδήποτε μία από τις σημαντικότερες δουλειές που έχω κάνει, ήταν μία πολύ μεγάλη υπερπαραγωγή που μου έδωσε αρκετή αναγνώριση. Η δουλειά αυτή με σύστησε στον κόσμο, σε 2.500 ανθρώπους κάθε βράδυ. Επίσης, η πρώτη μου παράσταση στο «Escape» με τη Σία Κοσκινά. Λάμπης Λιβιεράτος και μία πλειάδα νέων παιδιών, με τα οποία δέθηκα πολύ. Είναι μία δουλειά την οποία θυμάμαι πολύ γλυκά. Από τη Σία Κοσκινά έμαθα πολλά για το musical. Η παράσταση αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με το musical. Τέλος, άλλη μια μεγάλη εμπειρία για μένα ήταν η συνεργασία μου με την Κάρμεν Ρουγγέρη στο παιδικό της Λυρική, τραγουδώντας όπερα κάθε μέρα με μία πολύ μεγάλη ορχήστρα. Μάθημα μεγάλο και εμπειρία ξεχωριστή.

Θ.Θ.: Ποια από αυτές τις δουλειές θα ήθελες να ξανακάνεις;

Α.Τ.: Δε θα ήθελα να κάνω κάτι που έχω ήδη κάνει. Έχω γευτεί τη μαγεία της κάθε δουλειάς ξεχωριστά. Θέλω να κάνω νέα πράγματα.

Θ.Θ.: Κάποια από τις δουλειές σου που δε θα ήθελες να είχες κάνει;

Α.Τ.: Κοιτώντας πίσω υπάρχουν σίγουρα τέτοιες επιλογές. Αλλά από όλες τις δουλειές μου πήρα πολλά, πολύ υλικό, γέμισα.

Θ.Θ.: Έχεις συνεργαστεί με κορυφαίους καλλιτέχνες, συνθέτες, ερμηνευτές, ηθοποιούς κλπ. Με ποιον δέθηκες ίσως περισσότερο;

Α.Τ.: Με τη Σία Κοσκινά είμαστε φίλοι. Επίσης, ένας άνθρωπος που ξεχωρίζω, θαυμάζω και ευχαριστώ το Θεό που είχα την τιμή να τον γνωρίσω είναι ο Μίμης Πλέσσας. Είμαι λάτρης της μουσικής του, από τους παλιούς δημιουργούς αυτόν ξεχωρίζω. Ένας άνθρωπος που επίσης εκτιμώ και μ’ αρέσει η δουλειά του είναι ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. Αλλά και με τους δύο δεν έχω φιλικές σχέσεις. Κοίταξε, το ότι δουλεύεις με κάποιον, δε σημαίνει πάντα ότι θα δεθείτε με φιλικά δεσμά.

Θ.Θ.:  Ο χώρος του θεάματος είναι έτσι όπως τον φανταζόσουν παιδί;

Α.Τ.: Όχι, δεν είναι όπως τον φανταζόμουν ως παιδί. Ως παιδί ονειρευόμουν τη μαγεία που αισθάνεται ο καλλιτέχνης επί σκηνής, κάτι το οποίο ισχύει στη δουλειά αυτή. Η έκφραση, η πληρότητα, όσα σου δίνει ο κόσμος είναι παράμετροι που ως παιδί μπορούσα να τις φτάσω με το νου. Δε φανταζόμουν, όμως, με τίποτα τη διαδικασία που ακολουθεί ο καλλιτέχνης για να βγει στη σκηνή και να παρουσιάσει κάτι.

Θ.Θ.: Για ποιο λόγο είσαι μέρος αυτού του χώρου;

Α.Τ.: Για να μπορώ να εκφράζω αυτό που αισθάνομαι. Το τραγούδι είναι ο τρόπος που αναπνέω.

Θ.Θ.: Υπάρχει παρόλ’ αυτά κάποιος λόγος για τον οποίο θα εγκατέλειπες τη δουλειά σου;

Α.Τ.: Για θέματα υγείας και μόνο. Το θέμα, όμως, Θοδωρή, είναι ότι όσο είναι γραφτό να κάνεις την τάδε δουλειά, να την κάνεις με τιμιότητα, με αγάπη και να παίρνεις συνέχεια εμπειρίες. Και κάθε φορά λέω στον εαυτό μου ότι αν αύριο σταματήσω να δουλεύω , έχω πάρει τόσο όμορφες και γλυκές στιγμές που καμιά άλλη δουλειά δε θα μπορούσε να μου τις δώσει ποτέ. Και είμαι πολύ τυχερός γι’ αυτό.

Θ.Θ.: Υπάρχει κάτι που σιχαίνεσαι σ’ αυτό το χώρο;

Α.Τ.: Δεν μπορώ τους διπρόσωπους ανθρώπους, τις λυκοφιλίες, εκείνους δηλαδή που σου κάνουν παρέα με απώτερο σκοπό και το ψέμα.

Θ.Θ.: Ποιος καλλιτέχνης είναι το ίνδαλμά σου;

Α.Τ.: Πολλοί. Από ξένους μου αρέσει ο Stevie Wonder, ο Frank Sinatra, η Whitney Houston, η Nina Simone και κάνα δυο ακόμη. Από Έλληνες, ο Θέμης Καραμουρατίδης, η Νατάσσα Μποφίλιου, ο Γιάννης Χριστοδούλου, ο Μίμης Πλέσσας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου κι η Έλλη Πασπαλά.

Θ.Θ.: Ξέρω ότι είσαι ένας άνθρωπος που ακολουθεί το ένστικτό του. Αν το ίδιο σου το ένστικτο, λοιπόν, σε ωθούσε να ανατρέψεις την καριέρα σου, ποιος θα ήσουν;

Α.Τ.: Υπακούω στο ένστικτό μου όταν υπάρχει μια δουλειά στη μέση ή ένας άνθρωπος με τον οποίο πρέπει να συνεργαστώ. Αν το ένστικτό μου μου ‘λεγε ότι μέχρι εδώ ήταν, ίσως γινόμουν ραδιοφωνικός παραγωγός ή κάτι τέλος πάντων που να μου επιτρέπει την επαφή με τον κόσμο.

Θ.Θ.: Ξέρω, επίσης, ότι είσαι ένας άνθρωπος που δουλεύει πολύ. Σε έχει επηρεάσει η κρίση;

Α.Τ.: Όλο τον κόσμο.

Θ.Θ. Εσένα πώς σε επηρέασε;

Α.Τ.: Έχουν μειωθεί οι αποδοχές μου και πρέπει να ζήσω με πολύ λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι στο παρελθόν, ενώ αναγκάζομαι να κάνω δύο και τρεις δουλειές για να βγει ένας αξιοπρεπής μισθός, ο οποίος θα σπαταληθεί για τις υποχρεώσεις πρώτα και ύστερα για τον Αδάμ και τους ανθρώπους του.

Θ.Θ.: Κάποια στιγμή πήρες την υποτροφία για την Αμερική και πήγες για να παρακολουθήσεις δίπλα σε καταξιωμένους δασκάλους μαθήματα Musical Theatre. Μίλησε μου για το διάστημα της παραμονής σου εκεί.

Α.Τ.: Καταρχάς, θέλω να ευχαριστήσω το Badminton που μου έδωσε την υποτροφία. Ήταν μία συγκλονιστική εμπειρία. Βρέθηκα δίπλα σε καταξιωμένους καλλιτέχνες από το Broadway. Παρακολούθησα μαθήματα από αυτούς τους ανθρώπους, βουτώντας στα μύχια του musical. Έμεινα έξω από τη Μασαχουσέτη, σε μια καταπράσινη κατασκήνωση, ειδικά διαμορφωμένη για το σεμινάριο. Τα εντατικά μαθήματα ξεκινούσαν στις 8 το πρωί και τελείωναν στις 12 τα μεσάνυχτα. Κάθε ώρα είχαμε κι ένα διαφορετικό δάσκαλο. Κάναμε χορό, τραγούδι, κλακέτες κλπ. Κάθε βδομάδα παρουσιάζαμε σε ανθρώπους από το χωριό εκεί κοντά σε ‘μας, αλλά και σε όσους έρχονταν από τη Μασαχουσέτη, μια παράσταση. Στο τέλος του σεμιναρίου ετοιμάσαμε μια παράσταση με όσα είχαμε μάθει όλο το διάστημα της παραμονής μας εκεί στο μεγάλο θέατρο που είχαν φτιάξει ειδικά για εκείνη τη μέρα: αποσπάσματα από musical, χορογραφίες, τραγουδιστικά κλπ. Βέβαια, πέρα από το ευχάριστο του πράγματος, ήταν και επίπονο. Στην αρχή ήθελα να φύγω. Αλλά στη συνέχεια ήταν απολαυστικό. 1,5 μήνας γεμάτος όμορφες εμπειρίες.

Θ.Θ.: Δε σκέφτηκες να μείνεις έξω και να δουλέψεις εκεί;

Α.Τ.: Πριν φύγω για την Αμερική είχα κλείσει να είμαι στο «Κλουβί με τις Τρελές» του Σταμάτη Φασουλή και στην παιδική όπερα της Κάρμεν Ρουγγέρη «Ο Τσάρος Σαλτάν». Άρα έπρεπε να επιστρέψω.

Θ.Θ.: Αργότερα; Δε θα ‘θελες να βγεις έξω;

Α.Τ.: Όχι. Αγαπώ πολύ την Ελλάδα. Θέλω να το παλέψω στη χώρα μου. Επίσης, έχω δημιουργήσει έναν κύκλο κι έχω χτίσει κάποια πράγματα. Δε θα μου άρεσε να τα παρατήσω και να ψάξω κάτι στο εξωτερικό. Εκτός αν μου δινόταν η ευκαιρία να συμμετέχω κάπου. Να πάω και να γίνω σερβιτόρος και να τρέχω στις οντισιόν, όχι.



"ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΔΙΣΚΟΣ"

Θ.Θ.: Πότε θα έχουμε στα χέρια μας τον πρώτο σου δίσκο;
Α.Τ.: Κοντά στα Χριστούγεννα.
Θ.Θ.: Τίτλος;
Α.Τ.: «Σαν ταινία».
Θ.Θ.: Πες μου για τα τραγούδια του.
Α.Τ.: Πέντε πρωτότυπα τραγούδια. Δύο διασκευές. Τη μουσική των τεσσάρων έχει γράψει η Σίσσυ Βλαχογιάννη και του ενός η Ανδριάνα Μπάμπαλη. Τους στοίχους έχουν γράψει ο Ίων Στάντης και η Μαρίζα Ρίζου. Και δύο διασκευές. «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα» και «Μια αγάπη για το καλοκαίρι». Στο ίδιο ύφος. Jazz ατμόσφαιρα και swing διάθεση.
Θ.Θ.: Το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα» με τη μορφή που του έχετε δώσει, με το ύφος που το έχετε φτιάξει δεν υπάρχει περίπτωση να παρεξηγηθεί;
Α.Τ.: Κοίτα, σε κάθε διασκευή συμβαίνει το έξης: σε μερικούς θα αρέσει, γιατί θα το βρουν πρωτότυπο και σε κάποιους άλλους όχι, γιατί θα το συγκρίνουν με το παλιό. Η δική μας διάθεση και γνώμη είναι η εξής: αν μπούμε στη διαδικασία να φτιάξουμε κάτι παρεμφερές με το πρωτότυπο, μην το φτιάχνεις καν, κάνεις μια επανεκτέλεση και τελειώνει το θέμα. Η δική μας διασκευή έχει σκοπό να συστήσει το κομμάτι, αλλά όπως εμείς θέλουμε να το συστήσουμε, χωρίς να προσβάλλουμε τον Τσιτσάνη και χωρίς να συγκρινόμαστε με τη δική του εκτέλεση, η οποία είναι κλασική και πολυαγαπημένη.
Θ.Θ.: Πες μου τους τίτλους των τραγουδιών.
Α.Τ.: «Σαν ταινία»: μουσική - Σίσσυ Βλαχογιάννη, στοίχοι - Ίων Στάντης. «Μεγαλόπνοο βράδυ: στίχοι - Μαρίζα Ρίζου, μουσική - Σίσσυ Βλαχογιάννη. Το τραγούδι μιλάει για το πώς να βλέπουμε αισιόδοξα τη ζωή. «Ρετρό»: μουσική - Ανδριάνα Μπάμπαλη, στοίχοι - Σταύρος Σταύρου, μια μπαλάντα μόνο με πιάνο. «Όπως μπαίνει ο χειμώνας»: μουσική - Σίσσυ Βλαχογιάννη, στοίχοι - Ίων Στάντης, latin κομμάτι. «Με τον καιρό»: μουσική - Σίσσυ Βλαχογιάννη, στοίχοι - Ίων Στάντης.





Στις 3 Ιουλίου ο Αδάμ Τσαρούχης θα βρίσκεται στο Lycabettus Hotel στο Κολωνάκι σε μια live εμφάνιση όπως τον έχουμε συνηθίσει, άψογο στυλ, απαράμιλλη γοητεία μαζί με jazz και swing διάθεση. Αφορμή και τα γενέθλιά του, τα οποία θέλει να γιορτάσει με όλους εσάς που τον αγαπάτε. 

Συνέντευξη: Θοδωρής Θεοχαρίδης

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Bartender της Χρονιας… ο Τεο Σπυροπουλος!


Παρότι δεν αποδέχεται τον τίτλο «Bartender of the Year 2014» που κατέκτησε στον ελληνικό τελικό του διαγωνισμού «World Class 2014», ο Τέο Σπυρόπουλος είναι ο άνθρωπος που θα ταξιδέψει μέχρι το μακρινό Λονδίνο για την τελική φάση του διαγωνισμού σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο.

Ημερομηνία: 27 Μαΐου 2014. Τοποθεσία: Mezzanine. Η μεγαλύτερη γιορτή του ελληνικού bartending ετοιμάζεται να ρίξει τίτλους τέλους. Πρέπει, όμως, πρώτα να αναδειχτεί ο «Bartender της Χρονιάς». Μόλις την προηγούμενη μέρα, ο Τέο Σπυρόπουλος και οι υπόλοιποι 11 φιναλίστ διαγωνίστηκαν σε 3 δοκιμασίες. 1) «Bartender/Bar Chef»: ο διαγωνιζόμενος κρίνεται  για το ταλέντο του στο food & cocktail pairing. 2) «Cocktails Against the Clock»: ο διαγωνιζόμενος πρέπει να ετοιμάσει μέχρι 6 cocktail σε λιγότερο από 8 λεπτά. 3) «Perfect Tanqueray Ten Martini»: ο διαγωνιζόμενος αντλώντας έμπνευση από μία ταινία πρέπει να παρουσιάσει στους κριτές μία signature συνταγή Martini. Κάθε δοκιμασία των παιδιών εξετάστηκε, ελέγχθηκε και εκτιμήθηκε από τέσσερις σπουδαίους κριτές: τον Barrie Wilson (Παγκόσμιος Πρέσβης του World Class), τον David Rios (Παγκόσμιος νικητής του World Class 2013), τον Dennis Zoppi (νικητής του ιταλικού World Class το 2012) και στο challenge του Bartender/Bar chef ο σεφ Νίκος Καραθάνος. Το εισιτήριο του «γκουρού των γιαπωνέζικων Whisky», όπως είναι επίσης γνωστός, για το Λονδίνο τού εξασφαλίζει η τελευταία δοκιμασία, το «Mystery Box». Ένα σφραγισμένο κουτί με δύσκολα υλικά, από τα οποία κλήθηκε να επιλέξει μέχρι 5 και να δημιουργήσει ένα δικό του cocktail. Επαγγελματισμός; Φαντασία; Εφευρετική ικανότητα; Δημιουργικότητα; Ο Τέο Σπυρόπουλος, λίγο πριν το μεγάλο τελικό του Λονδίνου, μοιράζεται μαζί μου τις ως τώρα  εμπειρίες του από το διαγωνισμό, από τη μαθητεία του κοντά σε δύο πολύ μεγάλους δασκάλους του bartending, τον Στάνισλαβ Βάρντνα από τη Σλοβακία και τον Τακαγιούκι Σουζούκι από την Ιαπωνία, ενώ μου εξομολογείται αν έχει άγχος για τον Παγκόσμιο τελικό του Λονδίνου, έχοντας από τώρα την προδιάθεση να γνωρίσει νέους ανθρώπους και κουλτούρες εκεί έξω.


«Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ WORLD CLASS 2014 - Η ΓΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ - ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ - Η ΝΙΚΗ»

Θ.Θ.: Το μαγνητόφωνο είναι on κι εγώ αρχίζω να εκφωνώ: 4 Μαΐου του 2014, βρισκόμαστε στις εγκαταστάσεις μιας πολύ ενδιαφέρουσας σχολής, του «Bar Philosophy» κι έχω απέναντί μου τον «Bartender της Χρονιάς», Τέο Σπυρόπουλο. Θέλω να ξεκινήσουμε από το λόγο για τον οποίο δε δέχεσαι τον αυτόν τον ιδιαίτερα τιμητικό τίτλο...

Τ.Σ.: Επειδή και τα 12 που παίξαμε ήταν οι καλύτεροι bartenders της Ελλάδας. Ο καθένας, Θοδωρή, έχει τη μαγεία του, ο καθένας εκπέμπει διαφορετικά vibes, ο καθένας προσελκύει ένα διαφορετικό κόσμο. Θεωρώ ότι όλοι όσοι έφτασαν στον τελικό είναι νικητές.

Θ.Θ.: Υπάρχει κάποιος στον οποίο αφιερώνεις αυτή τη νίκη;

Τ.Σ.: Σε όσους με στήριξαν, με ποικίλους τρόπους. Στους δύο ιδιοκτήτες του «Bar Philosophy», Γιώργος Βουρλιώτης και Ηλίας Κούσης, στο χώρο των οποίων έκανα τις προπονήσεις μετά το τέλος της δουλειάς, γύρω στη μία τη νύχτα. Επίσης, στον Αχιλλέα Πουλημένο από τον «Κόκκινο Λωτό» στα Εξάρχεια, στον Γιάννης Σαμαρά από το «Dalliance House», στον Γιάννης Πετρή από το «Pere Ubu» και σαφώς στους δύο δασκάλους μου, οι οποίοι μου δίδαξαν το ιαπωνικό bartending, ο Στάνισλαβ Βάρντνα από τη Σλοβακία και ο Τακαγιούκι Σουζούκι από την Ιαπωνία.

Θ.Θ.: Ξέρω ότι αγαπάς πολύ την Ιαπωνία. Για ποιο λόγο;

Τ.Σ.: Καταρχάς, είναι μία χώρα στην οποία παιδεύτηκα για να πάω. Μέχρι να με δεχτούν για να μαθητεύσω εκεί έστελνα e-mails γύρω στους τρεις μήνες. Έπειτα, οι Ιάπωνες έχουν τη φιλοσοφία του «γιατί». Ό,τι κάνεις, ό,τι λες πρέπει να συνοδεύεται από το λόγο που το κάνεις, από το λόγο που το λες. Είναι πολύ αυστηροί, έχουν για τα πάντα μία ενδιαφέρουσα φιλοσοφία. Είναι πολύ δοτικοί και αφοσιωμένοι σ’ ατό που κάνουν.

Θ.Θ.: Για ποιο λόγο δήλωσες συμμετοχή στο διαγωνισμό;

Τ.Σ.: Επειδή αυτός ο διαγωνισμός σε ανεβάζει σε άλλα επίπεδα. Δεν είναι ένας απλός διαγωνισμός, όπου κάνεις ένα cocktail, δίνεις μια γεύση και τέλος. Από πίσω κρύβονται ολόκληρα concept, φιλοσοφίες, θεατρικά, κάτι πέρα από το bartending. Προτείνω σε όλους τους μαθητές μου να κατεβαίνουν σε τέτοιους διαγωνισμούς, πάντα.

Θ.Θ.: Πόσο δύσκολο ήταν για σένα να φτάσεις μέχρι το τέλος και να νικήσεις τελικά στο διαγωνισμό;

Τ.Σ.: Δεν ήταν δύσκολο, αλλά από την άλλη σίγουρα δεν μπορώ να πω ότι ήταν εύκολο. Ήταν μία μεγάλη γιορτή. Πηγαίνεις και δουλεύεις στο bar σου. Όσα χρόνια πιέστηκα, Θοδωρή, δεν έκανα τίποτα. Οφείλεις στον εαυτό σου να είσαι ο εαυτός σου. Αν τη στιγμή του διαγωνισμού είσαι κάτι πολύ στημένο και συγκεκριμένο, έχεις χάσει το παιχνίδι.

Θ.Θ.: Σε ποια φάση δυσκολεύτηκες περισσότερο;

Τ.Σ.: Δεν υπήρξε δυσκολία, αλήθεια! Όλα όσα έκανα ήταν πράγματα που μου αρέσει να τα κάνω και να τα δείχνω. Η μόνη ίσως δυσκολία ήταν η αναμονή, όταν περίμενα να ανακοινωθεί το όνομά μου, που σήμαινε ότι περνώ στην επόμενη φάση.

Θ.Θ.: Τι σκεφτόσουν όταν ετοίμαζες το τάδε cocktail, το τάδε ποτό, την τάδε γεύση; Πέρα από αυτό με το οποίο ασχολιόσουν εκείνη τη στιγμή.

Τ.Σ.: Ήμουν σε ουδέτερη κατάσταση. Ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένος στο cocktail μου. Δεν έβλεπα τίποτ’ άλλο στον κόσμο, παρά την αναμπουμπούλα του κοινού, των καμερών, του κόσμου, των κριτών. Μόνο το cocktail μου.

Θ.Θ.: Ποιος από τους τέσσερις κριτές ήταν πιο διαλλακτικός και ποιος ο αυστηρότερος καθ’ όλη τη διάρκεια του διαγωνισμού;

Τ.Σ.: Οι κριτές σ’ έναν τέτοιο διαγωνισμό είναι οι πελάτες σου. Έβλεπα τον ενθουσιασμό τους σε κάθε παρουσίαση. Δεν υπήρξε κριτής που να είπε «Α, αυτό δε μου άρεσε», γιατί έβλεπαν μπροστά τους αυτό που τόσα χρόνια έκαναν κι εκείνοι. Το θέμα ήταν ποιον διάλεγαν για να συνεχίσει.

Θ.Θ.: Είχες άγχος στον τελικό;

Τ.Σ.: Άγχος είχα μέχρι να μπω στο bar. Από τη στιγμή που βρισκόμουν πίσω από τη μπάρα, χαλάρωνα και όλα κυλούσαν ομαλά.

Θ.Θ.: Τι σημαίνει για σένα να βρίσκεσαι πίσω από μια μπάρα; Κάτι που για τους περισσότερους θεωρείται κοινότυπο ή συνηθισμένο.

Τ.Σ.: Η μπάρα για μένα είναι το δεύτερό μου σπίτι. Είναι τρόπος έκφρασης. Τα αισθήματά μας, τις ανησυχίες μας, τα βιώματά μας μπορούμε να τα βγάλουμε πάνω στο bar. Μπορείς να περάσεις ακόμη και κοινωνικό μήνυμα πίσω από τη μπάρα.
Θ.Θ.: Τι κοινωνικό μήνυμα;

Τ.Σ.: Σε πάω στο διαγωνισμό και σε μία φάση, όπου μας ζητήθηκε να φτιάξω ένα Martini και να το συνδυάσουμε με μία ταινία. Το δικό μου Martini το συνδύασα με την ταινία «The Butler», η οποία μιλάει για τις ανισότητες των έγχρωμων ανθρώπων στην Αμερική. Ήταν ένα κοινωνικό μήνυμα ως προς την ισότητα των ανθρώπων. 




«ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΜΠΑΡΑ…»

Θ.Θ.: Η δουλειά του bartender δεν είναι πάντα κάτι καθορισμένο, αλλά απαιτεί φαντασία. Τι ωθεί, λοιπόν, τη φαντασία σου να ταξιδέψει και να δημιουργήσει;

Τ.Σ.: Τα πάντα! Ο κόσμος, η μουσική! Το υλικό που έφαγα σ’ ένα πιάτο μπορεί να είναι χρήσιμο για τη δημιουργία ενός ξεχωριστού cocktail. Ένα αμάξι, το χρώμα του, μία κοπέλα, ένας άντρας, ο πελάτης…

Θ.Θ.: Ένας bartender είναι και λίγο καλλιτέχνης, δηλαδή…

Τ.Σ.: Θεωρώ ότι είναι καθαρά καλλιτέχνης. Αλλιώς είναι απλά εκτελεστής. Υπάρχουν, για παράδειγμα, bartenders που ακολουθούν συγκεκριμένες συνταγές κι αυτό είναι όλο.

Θ.Θ.: Με συνολικό ποσοστό 100%, πόσο δίνεις στην εμφάνιση ενός bartender και πόσο στη δουλειά του;

Τ.Σ.: 100% στο ντύσιμο, στην εξυπηρέτηση, στο χαμόγελο και 100% στη γεύση, στο ποτό, στις γνώσεις. Όλα πρέπει να δένουν αρμονικά. Τίποτα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρο.

Θ.Θ.: Τι γίνεται πίσω από τη μπάρα που εμείς δε βλέπουμε μία τυπική νύχτα Παρασκευής ή Σαββάτου;

Τ.Σ.: Προσπαθούμε να διασκεδάσουμε κι εμείς μαζί σας.

Θ.Θ.: Τι στερείται ένας bartender μία νύχτα διασκέδασης και τι απολαμβάνει περισσότερο;

Τ.Σ.: Στερείται προσωπικές στιγμές. Θα σου πω, όμως, τι στερούμαι εγώ. Ένα Σάββατο έχει την τάδε συναυλία στο τάδε club και δεν μπορώ να πάω λόγω δουλειάς. Από ‘κει και πέρα, βέβαια, όλοι οι bartenders απολαμβάνουν το επάγγελμά τους, επειδή είναι ακριβώς σα να κάνεις την έξοδό σου. Σάββατο βράδυ, ντύνομαι, βάζω τα καλά μου, πάω στο μαγαζί, πληρώνομαι και περνάω καλά.

Θ.Θ.: Τι παρατηρείς όταν είσαι πίσω από τη μπάρα; Και τι μοιράζεσαι με όσους προτιμήσουν να καθίσουν απέναντί σου;

Τ.Σ.: Όταν χαλαρώσουν οι ρυθμοί μπορεί να βγω έξω από το μπαρ και να καθίσω να τα πω με τον πελάτη μου, όπως θα τα λέγαμε αν βγαίναμε οι δυο μας. Θα παρατηρήσω αν ο κόσμος περνάει καλά, αν ο dj μου πίνει το ποτό του ή αν χρειάζεται άλλο, αν οι συνεργάτες μου χρειάζονται κάτι και πώς κυλάει η βραδιά.

Θ.Θ.: Πριν από τα 17 σου, που μπήκες για πρώτη φορά πίσω από μια μπάρα, τι βλέψεις είχες για τον εαυτό σου;

Τ.Σ.: Στην αρχή ασχολιόμουν με τον αθλητισμό. Στη συνέχεια δημιουργήθηκε μέσα μου κάτι καλλιτεχνικό και γράφτηκα σε μια σχολή για graphic design, από την οποία πήρα το πτυχίο μου, ενώ δούλεψα παράλληλα πάνω σε αυτό. Θυμάμαι, ας πούμε, μία χρονιά, που ξύπναγα ξημερώματα για να πάω σ’ ένα τυπογραφείο όπου έβγαζα κάποια προσχέδια, έπειτα πήγαινα στη σχολή, ύστερα επέστρεφα στο τυπογραφείο για ν’ αποτελειώσω ό,τι έμενε και το βράδυ δούλευα σε bar.
Θ.Θ.: Θα ‘θελες να μείνεις στο εξωτερικό για δουλειά;

Τ.Σ.: Μέχρι ο κύριος Suzuki να μου ζητήσει να μείνω στην Ιαπωνία, δεν είχε περάσει ποτέ από το νου μου αυτή η σκέψη. Τότε το σκέφτηκα, ήταν στο παρά πέντε για να μείνω εκεί.

Θ.Θ.: Γιατί γύρισες, λοιπόν;

Τ.Σ.: Ήθελα να το παλέψω εδώ. Βέβαια, κάποια στιγμή θα μείνω και στο εξωτερικό, θέλω να μείνω για λίγο έξω. Να γνωρίσω άλλες κουλτούρες και άλλους ανθρώπους.

Θ.Θ.: Η οικονομική κρίση έχει χτυπήσει τη μπάρα;

Τ.Σ.: Την ποιότητα έχει χτυπήσει. Παράγονται φτηνά προϊόντα που φτιάχνονται με απλούς τρόπους χωρίς να είναι ποιοτικά. Στην Ελλάδα ακόμη δε μας έχει χτυπήσει, γιατί θεωρείται μέχρι σήμερα μόδα και όλοι αυτή τη στιγμή θέλουν να έχουν cocktail στο μαγαζί τους. 




Συνέντευξη: Θοδωρής Θεοχαρίδης


Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΑΚΗ ΓΚΟΓΚΑ, ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗ ΤΟΥ ΠΑΝΣΕΡΡΑΪΚΟΥ, ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ


Με τη σοβαρότητα που αρμόζει σ’ έναν πετυχημένο ποδοσφαιριστή, με την ειλικρίνεια που αρμόζει σ’ έναν αληθινό άνθρωπο. Εντύπωση προκαλεί η αξιοπιστία στα λεγόμενά του, η συναίσθηση της ευθύνης που έχει κάποιος να είναι συνεπής προς κάτι που έχει αναλάβει, η αυτοκυριαρχία, η αυτοσυγκράτησή του. Επιβλητικό στυλ. Εξαιρετική αγωγή. Ο Σάκης Γκόγκας, ποδοσφαιριστής από την ομάδα του Πανσερραϊκού, με αφορμή τα 50ά γενέθλια από την ίδρυση της ομάδας το 1964, μοιράζεται μαζί μου σε ένα όμορφο καφέ κοντά στο κέντρο της πόλης, ένα ζεστό απόγευμα, τις εμπειρίες του από τα γήπεδα, τις μεταγραφές, την πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, το Αμβούργο, την πολιτική, στην οποία ενεπλάκη για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ φαντάζεται τη ζωή του σε 20 χρόνια από σήμερα.





Θ.Θ.: Το μαγνητόφωνο είναι on κι εγώ αρχίζω να εκφωνώ: 31 Μαΐου του 2014, συνέντευξη με τον ποδοσφαιριστή του Πανσερραϊκού, Σάκη Γκόγκα. Αρχικά, θέλω να γυρίσουμε στο μακρινό πλέον 2004, όπου έρχεσαι για πρώτη φορά στην ομάδα του Πανσερραϊκού. Τι έχει αλλάξει στον Σάκη - άνθρωπο και στον Σάκη - ποδοσφαιριστή από τότε;

Σ.Γ.: Καταρχάς, ήθελα από μικρό παιδί να παίξω στον Πανσερραϊκό. Δε μου δόθηκε η ευκαιρία να το κάνω από την πρώτη στιγμή της ποδοσφαιρικής μου καριέρας. Ωστόσο, όταν ήρθε επιτέλους η στιγμή ήταν κάτι ξεχωριστό και ευχάριστο. Το γεγονός ότι αγωνιζόμουν στην ομάδα της πατρίδας μου με γέμιζε με περισσότερες ευθύνες. Ακολούθησε μία πολύ παραγωγική τριετία για μένα, διότι είχα καλή απόδοση, γεγονός που με βοήθησε να πετύχω κι άλλες μεταγραφές.

Θ.Θ.: Στα επόμενα 3 χρόνια πετυχαίνεις 33 γκολ σε 96 ματς και κατατάσσεσαι στη 14η θέση των σκόρερ του Πανσερραϊκού όλων των εποχών. Σήμερα βρίσκεσαι στην 9η θέση. Τι σημαίνει αυτό για σένα;

Σ.Γ.: Όταν γράφεται το όνομά σου στις σελίδες της ιστορίας της ομάδας σου είναι μια ιδιαίτερη επιτυχία. Βέβαια, έχω μάθει να μη στέκομαι τόσο στις προσωπικές επιτυχίες, όσο στις ομαδικές. Θα προτιμούσα, δηλαδή, να μην κατέχω αυτό το ρεκόρ και να είχε πετύχει η ομάδα μεγαλύτερη διάκριση.

Θ.Θ.: Το 2007 βγάζεις τη φανέλα του Πανσερραϊκού για χάρη του Ιωνικού. Για ποιο λόγο;

Σ.Γ.: Μετά από τρεις γεμάτες σεζόν στον Πανσερραϊκό, έκρινα ότι χρειαζόμουν μια αλλαγή. Η ομάδα δεν είχε καταφέρει να πετύχει το στόχο της ανόδου της στη Superleague κι εγώ έψαχνα ένα νέο κίνητρο. Βρέθηκα τότε με τον αείμνηστο και αδικοχαμένο Θεοδωρίδη και δεν καταφέραμε να συμφωνήσουμε για την επέκταση του συμβολαίου μου κι έτσι ήταν ευκολότερο να μεταπηδήσω σε μια άλλη ομάδα. Εκείνη την περίοδο με προσέγγισε ο Πρόεδρος του Ιωνικού, ο κύριος Κανελλάκης, με τον οποίο συμφωνήσαμε σε δέκα λεπτά και υπογράψαμε σχεδόν αμέσως.

Θ.Θ.: Το έχεις μετανιώσει; Γιατί την επόμενη χρονιά ο Πανσερραϊκός κατάφερε την άνοδο στη Superleague.

Σ.Γ.: Δεν πρέπει να μετανιώνουμε ποτέ και για τίποτα.

Θ.Θ.: Μετά από 7 χρόνια περίπου επιστρέφεις στην ομάδα του Πανσερραϊκού, δηλώνοντας έκπληκτος για το γεγονός ότι οι Σερραίοι φίλαθλοι σε αγαπούν ακόμη και σε θέλουν στην ομάδα. Τι κλίμα συναντάς στην ομάδα εκ των έσω; Περίμενες, δηλαδή, διαφορετική αντιμετώπιση;

Σ.Γ.: Δεν περίμενα διαφορετική αντιμετώπιση από τους Σερραίους φιλάθλους, διότι είναι γνωστό το δέσιμο που έχω μαζί τους, κάτι που με βοήθησε πολύ ώστε να προσαρμοστώ ξανά στην ομάδα. Ένιωσα την αγάπη του κόσμου από την πρώτη στιγμή και μπόρεσα εύκολα να αφοσιωθώ στο αγωνιστικό κομμάτι. Όσον αφορά στο κλίμα που συνάντησα, ήταν λίγο διαφορετικό από την πρώτη φορά, επειδή τα προηγούμενα χρόνια η ομάδα αγωνιζόταν στην Α’ και Β’ Εθνική, ενώ τώρα βρίσκεται σε μία κρίσιμη καμπή της ιστορίας της και στη Γ’ Εθνική.

Θ.Θ.: Ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη στιγμή της καριέρας σου στη μέχρι τώρα πορεία σου στο ποδόσφαιρο;

Σ.Γ.: Η χειρότερη στιγμή που έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου είναι το παιχνίδι Πανσερραϊκός - Ακράτητος, στην τελευταία Αγωνιστική, όπου αν κερδίζαμε θα πετυχαίναμε την άνοδο στη Superleague. Το γήπεδο ήταν κατάμεστο, 13.000 περίπου φίλαθλοι, μέρες πριν η πόλη ζούσε σε ρυθμούς αγώνα και αισιοδοξούσε, αλλά πάρα το γεγονός ότι δώσαμε τον καλύτερό μας εαυτό ηττηθήκαμε με 0 - 1. Το αποτέλεσμα σκόρπισε μεγάλη θλίψη και απογοήτευση στους οπαδούς της ομάδας μας, γιατί ο Πανσερραϊκός είχε να αγωνιστεί στην Α’ Εθνική 16 χρόνια και φιλοδοξούσε στη θετική έκβαση του παιχνιδιού. Οι καλύτερες εμπειρίες ήταν ότι αγωνίστηκα στις μικρές εθνικές ομάδες με το εθνόσημο, ότι κατέκτησα το Πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής με την ομάδα της Κέρκυρας και πετύχαμε την άνοδο στην Α’ Εθνική, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά στην ιστορία της Κέρκυρας και φυσικά το γεγονός ότι είμαι στην ομάδα του Πανσερραϊκού.

Θ.Θ.: Ποιο είναι το χειρότερο σχόλιο που έχεις ακούσει μέσα στο γήπεδο;

Σ.Γ.: Έχουν προσβάλλει την οικογένειά μου, εμένα προσωπικά… ακούς τα πάντα από την κερκίδα! Η ουσία είναι ότι πρέπει να μείνεις απερίσπαστος και να μη χάσεις την αυτοσυγκέντρωσή σου. Αν πέσεις στην παγίδα ν’ αντιδράσεις, δεν μπορείς να συγκεντρωθείς στον αγώνα.

Θ.Θ.: Σε ποια ομάδα συνάντησες το μεγαλύτερο αντίπαλο και ποιος ήταν αυτός;

Σ.Γ.: Αγωνιζόμουν στον Ιωνικό και ο μεγαλύτερος αντίπαλος υπήρξε ο Ολυμπιακός. Και ο ΠΑΟΚ είναι μία πολύ δυνατή ομάδα. Προσωπικά, μου προκαλεί δέος.

Θ.Θ.: Έχεις άγχος πριν από κάθε αγώνα;

Σ.Γ.: Πρέπει να υπάρχει άγχος πριν τον αγώνα. Με την προϋπόθεση όταν πλησιάζει η έναρξή του να μετατρέπεται σε θετική ενέργεια.

Θ.Θ.: Το άγχος του ποδοσφαιριστή είναι παρόμοιο με το άγχος που έχει ένας ηθοποιός ή ένας τραγουδιστή πριν εμφανιστεί επί σκηνής;

Σ.Γ.: Νομίζω είναι διαφορετικό.

Θ.Θ.: Πέρυσι σε συνέντευξή σου δήλωσες ότι θέλεις να ολοκληρώσεις την καριέρα σου με το λιοντάρι στο στήθος. Αν δεχόσουν πρόταση από μία μεγαλύτερη ομάδα και με περισσότερα χρήματα θα έλεγες όχι;

Σ.Γ.: Θα έλεγα όχι. Είμαι σε μία φάση που δεν κοιτάζω τόσο το οικονομικό κομμάτι όσο το συναισθηματικό. Θέλω η τελευταία φανέλα που θα φορέσω να είναι του Πανσερραϊκού.

Θ.Θ.: Είπες, επίσης, ότι «το ποδόσφαιρο στη χώρα μας δεν κάνει άλματα προόδου». Τι εννοείς;

Σ.Γ.: Όταν το 2004 η Εθνική μας ομάδα κατέκτησε το Euro, ήμουν πεπεισμένος ότι θα γραφτεί μια νέα σελίδα στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ήλπιζα ότι θα η νίκη μας θα έδινε τη δύναμη και το έναυσμα στους αρμόδιους να βελτιώσουν ακόμη περισσότερο το ελληνικό Πρωτάθλημα, ώστε να επαληθευτούν στο μέλλον κι άλλες επιτυχίες. Δυστυχώς, όμως, βλέπουμε ότι το ποδόσφαιρο όχι μόνο δεν έχει κάνει βήματα μπροστά, αλλά το επίπεδο έχει φτάσει πλέον πολύ χαμηλά.

Θ.Θ.: Προσφάτως, σε συνέντευξή σου, σχολιάζοντας την πορεία της ομάδας στη Γ’ Εθνική, αναφέρθηκες στα προβλήματα και τους τραυματισμούς σου, εξ αιτίας των οποίων δεν μπόρεσες να βοηθήσεις την ομάδα σε κρίσιμα ματς, όπως με τον Εύοσμο, την Ελευθερούπολη και τους Αμπελόκηπους, ενώ παράλληλα εξέφρασες την απογοήτευσή σου και ζήτησες συγνώμη για την απόδοση της ομάδας στα ματς με το Αγιονέρι και τον Ακροπόταμο. Πιστεύεις ότι οι τραυματισμοί σου επηρέασαν την πορεία της ομάδας;

Σ.Γ.: Δε λέω ότι αν αγωνιζόμουν σ’ εκείνα τα 3 - 4 παιχνίδια η ομάδα μπορεί και να κέρδιζε, αλλά σίγουρα θα είχα συμβάλλει έστω λίγο παραπάνω, ώστε να πετυχαίναμε κάτι καλύτερο.

Θ.Θ.: Τι ωθεί έναν ποδοσφαιριστή να απολογηθεί δημοσίως για την αρνητική εξέλιξη της πορείας κάποιων ματς;

Σ.Γ: Ο σεβασμός προς το φίλαθλο κοινό που πληρώνει εισιτήριο κάθε Κυριακή για δει την αγαπημένη του ομάδα, ενώ πολλές φορές ξοδεύεται για να την ακολουθήσει κι εκτός πόλης κι ο σεβασμός προς το ίδιο μας το πρόσωπο και προς τους διοικούντες που κάνουν πολλές θυσίες στα δύσκολα αυτά χρόνια.

Θ.Θ.: Υπήρξαν ποτέ στη ζωή σου πειρασμοί ή λόγοι, οι οποίοι σε οδηγούσαν να εγκαταλείψεις τα γήπεδα;

Σ.Γ.: Ποτέ. Από τα έξι μου που θυμάμαι τον εαυτό μου με μία μπάλα, είμαι πάντοτε αφοσιωμένος στο ποδόσφαιρο και δεν αφήνω κανέναν και τίποτα να με αποσπάσει από αυτό.

Θ.Θ.: Αν σου δινόταν η ευκαιρία να παίξεις σε κάποια ομάδα του εξωτερικού ποια θα ήταν αυτή;

Σ.Γ.: Στην ομάδα του Αμβούργου. Διότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Αμβούργο, η ομάδα είναι ιστορική, λατρεύω το γερμανικό πρωτάθλημα και είχα τη δυνατότητα να μεγαλώσω στις ακαδημίες του Αμβούργου.

Θ.Θ.: Οι οποίες, φαντάζομαι, δεν έχουν καμία σχέση με τις ελληνικές…

Σ.Γ.: Ακριβώς. Τα πάντα είναι διαφορετικά. Οι υποδομές, οι γηπεδικές συνθήκες, οι προπονήσεις, η νοοτροπία, των ποδοσφαιριστών, των προπονητών, των φιλάθλων…


Ο ΣΑΚΗΣ ΓΚΟΓΚΑΣ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟ ΜΟΥΝΤΙΑΛ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 2014

Θ.Θ.: Ποια ομάδα, εκτός από την Εθνική μας, προβλέπεις ότι θα πάει καλά;

Σ.Γ.: Βραζιλία, Αργεντινή, Γερμανία. Σ’ αυτό το Μουντιάλ, όμως, θα έχουμε μία έκπληξη ή από τη Γαλλία ή από την Αγγλία.

Θ.Θ.: Υπάρχει κάποιος παίκτης που πιστεύεις ότι θα ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους;

Σ.Γ.: Θεωρώ ότι πολύ καλό Μουντιάλ θα κάνει ο Messi. Είναι ένας παίκτης με απίστευτο ταλέντο, ο οποίος αμφισβητήθηκε ιδιαίτερα στο δεύτερο γύρο του ισπανικού Πρωταθλήματος, αλλά και στις ευρωπαϊκές του εμφανίσεις με τη Barcelona.

Θ.Θ.: Δε σκέφτηκες να το κυνηγήσεις να μπεις στην Εθνική;

Σ.Γ.: Δεν είναι εύκολο να μπει κανείς στην Εθνική. Πρέπει να αγωνίζεσαι σταθερά στην Α’ Εθνική και να ξεχωρίζεις εκεί.

Θ.Θ.: Όταν ήσουν στην Α’ Εθνική δεν το σκέφτηκες;

Σ.Γ.: Ήμουν 18 χρονών. Ήταν δύσκολο σ’ εκείνη την ηλικία να είσαι στις επιλογές για την Εθνική. Είχα, όμως, την τύχη να παίξω και στην Εθνική Νέων και στην Εθνική Παίδων. Μάλιστα, συμμετείχα και σε ένα Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, όπου κατακτήσαμε την τέταρτη θέση στην Σουηδία. 


Ο ΣΑΚΗΣ ΓΚΟΓΚΑΣ ΚΑΙ: Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ - Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ - ΤΑ ΙΝΔΑΛΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ - Ο ΕΡΩΤΑΣ

Θ.Θ.: Κορυφαίοι αθλητές, όπως ο Ρόμπιν Ρότζερς από το ποδόσφαιρο, ο Τομ Ντάλεϊ από την κολύμβηση, ο Τζέισον Κόλινς από το μπάσκετ, ο Ορλάντο Κρουζ από την πυγμαχία έχουν μιλήσει ανοιχτά για τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις και έχουν παραδεχτεί δημοσίως ότι είναι ομοφυλόφιλοι. Είναι κάτι που σε ενοχλεί; Το αποδέχεσαι; Το κατακρίνεις;

Σ.Γ.: Κάποιοι είναι απόλυτοι σ’ αυτό το θέμα. Προσωπικά, δεν το κατακρίνω, δεν είμαι καθόλου ρατσιστής. Ο καθένας έχει τις δικές του προτιμήσεις, φτάνει να μην το «φωνάζει». Δεν είναι δουλειά μας να κρίνουμε τον καθένα για το τι κάνει στην κρεβατοκάμαρά του. Μου έχει τύχει να έχω ποδοσφαιριστή ομοφυλόφιλο. Δεν πρέπει να το καταδικάζουμε.

Θ.Θ.: Κάποια στιγμή ασχολήθηκες με πολιτική.

Σ.Γ.: Την περίοδο 2004 - 2007, ο κύριος Μωϋσιάδης εδώ στις Σέρρες μού έκανε την πρόταση να κατέβω στις εκλογές ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος. Μολονότι στην αρχή ήμουν αρνητικός, τελικά αποφάσισα να ζήσω και αυτή την εμπειρία. Δεν ενθουσιάστηκα με το χώρο της πολιτικής και δεν πρόκειται να ασχοληθώ ξανά.

Θ.Θ.: Γιατί;

Σ.Γ.: Γιατί η πολιτική στην Ελλάδα δεν είναι ειλικρινής. Τάζουν χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να υλοποιήσουν τις υποσχέσεις τους.

Θ.Θ.: Ποιος ποδοσφαιριστής είναι το ίνδαλμά σου;

Σ.Γ.: Θαυμάζω τον Βραζιλιάνο Ronaldo και τον Zlatan Ibrahimović. Ο μεν Ronaldo δικαιολογημένα έχει χαρακτηριστεί ως φαινόμενο και είναι από τους πιο κορυφαίους ποδοσφαιριστές που έχουν περάσει από το ποδόσφαιρο. Και ο Ibrahimović θεωρώ ότι είναι ένας επιθετικός με πολύ πλούσια σωματικά προσόντα, είναι πολύ δυνατός, έχει καλή τεχνική για το ύψος του και μου αρέσει το πάθος που βγάζει στον αγωνιστικό χώρο.

Θ.Θ.: Ποια είναι η μεγαλύτερη θυσία που έχεις κάνει στο βωμό της καριέρας σου στο ποδόσφαιρο;

Σ.Γ.: Όταν έφυγα για την Αθήνα μόνος μου στα 17 μου χρόνια.

Θ.Θ.: Υπήρξε κάποιος από το περιβάλλον σου, ενδεχομένως οι γονείς, που σου απαγόρευσαν να γίνεις ποδοσφαιριστής;

Σ.Γ.: Όχι, κατάλαβαν όλοι από την πρώτη στιγμή πόσο πολύ αγαπώ το ποδόσφαιρο. Ίσα ίσα που με έσπρωξαν προς αυτή την κατεύθυνση, ζητώντας μου να μην εγκαταλείψω το διάβασμα για τα μαθήματα στο σχολείο.

Θ.Θ.: Διαβάζεις βιβλία;

Σ.Γ.: Διαβάζω για την ιστορία του ποδοσφαίρου και Γεωγραφία.

Θ.Θ.: Τι μουσική ακούς;

Σ.Γ.: Ανάλογα με τη διάθεση. Και ξένα και ελληνικά.

Θ.Θ.: Πόσο σημαντική είναι η συνεισφορά του έρωτα στη ζωή σου; Σε συνδυασμό με την επαγγελματική σου δραστηριότητα.

Σ.Γ.: Είναι πολύ σημαντική, η αλήθεια είναι αυτή. Όταν θέλεις να χαλαρώσεις και συζείς με μια γυναίκα, είναι απαραίτητο η παρουσία που έχεις δίπλα σου να μπορεί να σε αποφορτίσει. Κι όταν το κλίμα κι η ατμόσφαιρα στο σπίτι είναι ok, αυτό βγαίνει και στη δουλειά.

Θ.Θ.: Πιστεύεις ότι υπάρχει καθορισμένη μοίρα για όλους ή τελικά εμείς τη φτιάχνουμε;

Σ.Γ.: Εμείς και μόνον εμείς.

Θ.Θ.: Θέλεις να κάνεις οικογένεια και παιδιά;

Σ.Γ.: Θέλω πολύ να δημιουργήσω τη δική μου ευτυχισμένη οικογένεια και ν’ αποκτήσω δικά μου παιδιά. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν τα ‘χω καταφέρει, γιατί δεν έτυχε να παντρευτώ. Ευελπιστώ ότι σύντομα θα γίνει κι αυτό.

Θ.Θ.: Πώς φαντάζεσαι τη ζωή σου σε 20 χρόνια από σήμερα; Δηλαδή, στα 54 σου χρόνια.

Σ.Γ.: Θέλω να είμαι ακόμη στο χώρο του ποδοσφαίρου και συγκεκριμένα ως προπονητής, ένας πετυχημένος προπονητής, είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό.



Συνέντευξη: Θοδωρής Θεοχαρίδης