Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Συνέντευξη με τη σκηνοθέτη του πολυσυζητημένου "Τζαφάρ", Νάνσυ Σπετσιώτη.


Τον τελευταίο καιρό το YouTube σού πρότεινε να κλικάρεις και να δεις την ταινία μικρού μήκους «Τζαφάρ», της Νάνσυ Σπετσιώτη. Η ταινία διαδόθηκε ευρέως στο διαδίκτυο, συγκινώντας και αφυπνίζοντας την κοινή γνώμη. Είναι γυρισμένη το 2011, απέσπασε δύο βραβεία στο φεστιβάλ Δράμας, το πρώτο βραβείο στο αντιρατσιστικό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης «Πάμε απέναντι», ενώ πέρασε και από φεστιβάλ του εξωτερικού. Για την ταινία γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά. Τι γράφτηκε, αν την ενόχλησαν τα σχόλια δεξιού περιεχομένου και χαρακτήρα, ποιες είναι οι υπόλοιπες ταινίες της, ποιο το μήνυμα της καθεμίας. Γνωρίζουμε τη Νάνσυ Σπετσιώτη καλύτερα και μας λέει τη δική της γνώμη για ζητήματα του σήμερα.





Θ.Θ.: Με αφορμή την ταινία μικρού μήκους «Τζαφάρ», θέλω να σε ρωτήσω εν πρώτοις αν πιστεύεις ότι οι Έλληνες είμαστε ρατσιστές…

Ν.Σ.: Οι Έλληνες στον πυρήνα τους και μέχρι πριν από 20 χρόνια δε ήταν. Αλλά σα λαός είμαστε ευμετάβλητοι. Και δεν ήταν ρατσιστές, γιατί δεν είχαν τη συνθήκη. Πλέον, όμως, έχουν πειστεί από κάποιους άλλους που τους έχουν «φορέσει» τέτοιες ιδέες…

Θ.Θ.: Εννοείς τους Χρυσαυγίτες;

Ν.Σ.: Όχι μόνο. Προχθές μιλούσα με μία ηλικιωμένη κυρία από την Κυψέλη, η οποία μου έλεγε ότι δεν ήταν πάντα επικίνδυνοι οι μετανάστες. Η στάση τους οξύνθηκε εξαιτίας της συμπεριφοράς που εισπράττουν από εθνικιστικές οργανώσεις, από τη Χρυσή Αυγή κλπ… Και επίσης, ρωτώ: γιατί κανείς δεν επιτίθεται στους λαθρέμπορους, στους εμπόρους ναρκωτικών από άλλες χώρες που ζουν στη δική μας ή στους εμπόρους λευκής σαρκός; Ρητορικό  το ερώτημα…

Θ.Θ.: Κάτω από τον «Τζαφάρ» στο YouTube γράφτηκαν αρνητικά σχόλια για τις προθέσεις σου να φτιάξεις μία τέτοια ταινία. Είπαν π.χ. ότι πήρες λεφτά από τον ΣΥΡΙΖΑ για να κάνεις προπαγάνδα, ότι θα τρίζουν τα κόκκαλα του Ίωνος Δραγούμη, προπάππου της Ναταλίας που έπαιξε στην ταινία… Σε ενόχλησαν αυτές οι κριτικές;

Ν.Σ.: Όχι. Όταν κάνεις κάτι για καλό, δε σκέφτεσαι τι θα πουν.

Θ.Θ.: Δεν μπήκες, όμως, στη διαδικασία να απαντήσεις.

Ν.Σ.: Δεν το ‘κανα γιατί θα έπρεπε να απαντήσω σε όλους και ήμουν σίγουρη ότι αυτό δε θα έβγαζε πουθενά.




Θ.Θ.: «Αποχαιρετισμός στα όπλα». Τι σε ώθησε να ασχοληθείς με τον ευνουχισμό και μάλιστα με αστείο τρόπο;

Ν.Σ.: Άκου πώς ξεκίνησε αυτή η ταινία. Ζητήθηκε από τον καθηγητή μας στη σχολή να γράψουμε μία πρωτότυπη σκηνή αποχαιρετισμού. Και θυμήθηκα το Θύμιο Καρακατσάνη, ο οποίος είχε δηλώσει δημοσίως ότι όταν του κόψανε τους όρχεις του ήθελε να τους αποχαιρετήσει και δεν τον αφήσανε. Και λέω «Αφού δε σ’ αφήσανε θα το γυρίσουμε ταινία!»

Θ.Θ: Και με τον ίδιο το Θύμιο Καρακατσάνη! Πώς αντέδρασαν οι ηθοποιοί όταν τους είπες για την ταινία;

Ν.Σ.: Φυσιολογικά, η ταινία είναι ανθρωποκεντρική, δεν έχει κάτι το πρόστυχο επειδή αποχαιρετά το συγκεκριμένο όργανο.




Θ.Θ: «Τιμωρία». Οι Έλληνες γονείς είναι πιο ανεκτικοί με τα παιδιά τους σε σχέση με τους γονείς άλλων χωρών;

Ν.Σ.: Φτάνει να σου πω το πιο απλό: βαθμοί στο σχολείο. Οι περισσότεροι γονείς όταν δουν ότι το παιδί τους έχει χαμηλούς βαθμούς θα απευθυνθούν στον καθηγητή κι όχι στο παιδί. Θα σου πω μια ιστορία σε σχέση με τη συγκεκριμένη ταινία. Πριν δυο χρόνια, επισκέφθηκα ένα σχολείο και έδειξα την «Τιμωρία». Μετά το τέλος της προβολής της ταινίας, σήκωσαν μερικά παιδιά το χέρι τους και είπαν «Κι εμένα, κυρία, με χτυπάν στο σπίτι» και τέτοια. Εντύπωση μου έκανε ένα παιδάκι από την Αλβανία, το οποίο σήκωσε το χέρι του και ρώτησε «Τουλάχιστον, κυρία, αυτό το παιδάκι παίρνει κανένα παιχνίδι όταν το κλείνουν οι γονείς του στην αποθήκη; Γιατί εγώ πάντα έχω».

Θ.Θ.: Κι η δασκάλα τι είπε;

Ν.Σ.: Τίποτα, σώπασε.




Θ.Θ.: «Σ’ ένα συνοριακό σταθμό». Διήγημα του Σαμαράκη. Τι σε ώθησε να γυρίσεις το συγκεκριμένο διήγημά του;

Ν.Σ.: Ο Σαμαράκης είναι ένας εξαίρετος λογοτέχνης και κατά βάση ανθρωπιστής. Όπως ήταν γραμμένο έβγαζε τη χροιά μιας άλλης εποχής. Ήθελα, λοιπόν, να το φέρω στο σήμερα. Και φυσικά είναι αλληγορία. Ο καθένας μας όλο θέλει να κάνει πράγματα κι όλο κάτι τον κρατάει πίσω. Και ουσιαστικά είναι ο εαυτός του που τον κρατάει πίσω.




Θ.Θ.: "Ουκ αν λάβοις". Κόβεις την ταινία σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο. Θέλω να μου πεις αν η κυρία Σοφία έδωσε τελικά κάτι «στην κυρία Ελένη από δίπλα» και γιατί το αφήνεις αυτό στη δική μας κρίση μας;

Ν.Σ.: Ηθελημένα το άφησα στην κρίση του θεατή, γιατί δεν είναι τόσο πολύ αν θα δώσει, είναι πιο πολύ η ματιά που ρίχνει αυτή η κοπέλα στην κυρία Ελένη. Και το ‘κανα γιατί είναι αυτό που λέω εγώ, ότι δεν πρέπει να δίνουμε έτοιμη τροφή, γιατί η ουσία της ταινίας είναι αλλού. Ότι ο άνθρωπος που δεν έχει είναι πολλές φορές πολύ πιο δοτικός από κάποιον άλλον που είναι πιο άνετος οικονομικά. Και πολλές φορές από αυτόν που ευεργετούμαστε, αν δεν το φέρουν οι συνθήκες, μπορεί να μη γυρίσουμε να δώσουμε τίποτα. Αυτοί που δεν έχουνε πολλά, είναι πάντα οι πιο δοτικοί άνθρωποι.

Θ.Θ.: Γιατί είναι δοτικοί αυτοί που δεν έχουν;

Γιατί έχουν κοπιάσει περισσότερο για να βγάλουν αυτά τα λίγα. Και οι άλλοι, με τα περισσότερα κέρδη, ίσως έχουν γίνει έρμαια του να βγάλουν περισσότερα χρήματα κι αυτό τους βάζει σ’ ένα καλούπι ότι αυτά τα χρήματα δεν πρέπει να τα ξοδέψουν γιατί πρέπει να τα πολλαπλασιάσουν.

Θ.Θ.: Οι φτωχοί του σήμερα, όμως, είναι δοτικοί όπως η κυρία Ελένη στην ταινία;

Ν.Σ.: Δε νομίζω. Και ίσως είναι κι οι πιο μεμψίμοιροι πλέον. Αυτοί, δηλαδή, που βρέθηκαν με περισσότερα χρήματα στα χέρια τους και λόγω κρίσης χάνουν συνεχώς, θα παραπονεθούν πιο πολύ. Ενώ κάποιος άνθρωπος που βρισκόταν ήδη σε δύσκολη συγκυρία, είναι τουλάχιστον πιο υπομονετικός.

Θ.Θ.: Υπάρχει κάποιο θέμα με το οποίο δε νιώθεις τη δύναμη ν’ ασχοληθείς, Νάνσυ;

Ν.Σ.: Δε νομίζω. Αν κάποιο θέμα μού κινήσει το πνευματικό και ψυχικό μου ενδιαφέρον, θα το κάνω. Δε θα ‘κανα κάποια σαχλοκωμωδία. Δε θα έκανα ποτέ το σινεμά που κάνει ο Λάνθιμος, ο Αβρανάς, η Τσαγγάρη… Εκτιμώ πολύ την προσπάθεια, αλλά σα Νάνσυ δε θα με κέντριζε να το κάνω.

Θ.Θ.: Ποια ελληνική ταινία τελευταία σού άρεσε πιο πολύ;

Ν.Σ.: Δεν είναι πρόσφατη η ταινία που θα σου πω, η «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα. Δε σου αναφέρω τη «Μικρή Αγγλία» του Βούλγαρη, που ήταν ωραία, αλλά πιστεύω ότι ήταν πολύ πιο ποιητικός απ’ όσο θα ‘πρεπε. Δηλαδή, είχε ποίηση εικόνας και ποίηση λόγου στο πρώτο 45λεπτο και νομίζω τη βάραινε την ταινία όλο αυτό. Αλλά ο Πάνος ο Κούτρας κοίτα τι έκανε. Το θέμα που θίγεται στην ταινία αν το αφηγηθείς σε δύο σειρές σε έναν άνθρωπο θα σου πει «Τι βλακεία ειν’ αυτό!» Αλλά το χειρίστηκε με έναν τρόπο που το ‘βλεπες πολύ ευχάριστα. Εγώ το είδα στην κινηματογραφική λέσχη Λάρισας μια βδομάδα μετά τον «Κυνόδοντα». Ξέρεις, οι τοπικές κινηματογραφικές λέσχες έχουν τον ίδιο κόσμο, οι ίδιοι κι οι ίδιοι πηγαίνουν, μεσήλικες από 45 και πάνω. Στον «Κυνόδοντα» πάρα πολύς κόσμος έφυγε στη μέση της προβολής, στη «Στρέλλα» οι ίδιοι άνθρωποι κάθισαν και τους άρεσε  γιατί τους ξύπνησε το συναίσθημα. Ο Κούτρας σε αυτό που έκανε είχε απόλυτη ειλικρίνεια και το χειρίστηκε με πολύ ενδιαφέρον.

Θ.Θ.: Έχεις συνεργαστεί με ηθοποιούς όπως ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, ο Παπαδημητράκης, η Έρση Μαλικένζου, ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης και άλλοι… Υπάρχει κάποιος απ’ όλους αυτούς με τον οποίο να έχεις δεθεί περισσότερο;

Ν.Σ.: Αγαπώ πολύ το Γεράσιμο το Σκιαδαρέση, με τον οποίο έχουμε δουλέψει σε δύο ταινίες και το Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, ένας ηθοποιός που αλήθεια σέβεται τη δουλειά του και έχει λίγο από τη στόφα του παλιού ηθοποιού. Αλλά είχα την πολύ μεγάλη τύχη όλοι οι ηθοποιοί με τους οποίους συνεργάστηκα να είναι εξαιρετικοί άνθρωποι και εξαιρετικού ήθους.

Θ.Θ.: Διάβασα ότι ήθελες να γίνεις ντεντέκτιβ;

Ν.Σ.: Πού το βρήκες αυτό! (γέλια) Όταν ήμουν τεσσάρων ήθελα. Τώρα όχι.  Αν και ένας σκηνοθέτης γίνεται ντεντέκτιβ όταν πρέπει να ερευνήσει όλες τις ιστορίες του.

Θ.Θ.: Λογοτεχνία διαβάζεις;

Ν.Σ.: Βεβαίως.

Θ.Θ.: Ξένη ή ελληνική;

Ν.Σ.: Και τις δύο. Έχουν το ενδιαφέρον τους και οι δύο. Ξέρεις, εμένα με αφορά πολύ η διασκευή των βιβλίων. Και πολύ καλοί σκηνοθέτες όπως είναι ο Κιούμπρικ ή ο Κώστας ο Γαβράς, όλες τους οι ταινίες είναι βασισμένες πάνω σε βιβλία.

Θ.Θ.: Γιατί η ελληνική λογοτεχνία είναι λίγο παρεξηγημένη;

Ν.Σ.: Είναι η νοοτροπία που έχουμε σα λαός ότι το ξένο μπορεί να είναι λίγο ανώτερο από το ελληνικό. Βέβαια, υπάρχουν και πολλά ελληνικά «σκουπίδια».

Θ.Θ.: Μουσική ακούς;

Ν.Σ.: Ναι.

Θ.Θ.: Τι μουσική;

Ν.Σ.: Ελληνικά έντεχνα, ροκ, τζαζ, soundtracks.

Θ.Θ.: Ποιος είναι ο αγαπημένος σου καλλιτέχνης;

Ν.Σ.: Ο Χατζηδάκης.

Θ.Θ.: Ταινία μεγάλου μήκους θα κάνεις;

Ν.Σ.: Έχω κάποιες σκέψεις, θέλουνε βέβαια, προετοιμασία, επεξεργασία, εύρεση καλού παραγωγού…

Θ.Θ.: Τι σκέφτεσαι, δηλαδή;


Ν.Σ.: Εγώ κινούμαι σε ιστορίες ανθρωποκεντρικού περιεχομένου. Ίσως κάτι που βιώνουμε και ζούμε στις μέρες μας.

Νάνσυ, σ' ευχαριστώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου