Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

 «Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΛΚΥΟΝΗ»


«Τον Καζαντζάκη τον διάβασα με το φακό», θα μου εξομολογηθεί η Αλκυόνη Παπαδάκη, μεταξύ άλλων, στην κουβέντα που είχαμε κάπου στο Μαρούσι, όπου και ζει σήμερα. Η αγαπημένη συγγραφέας θα μου μιλήσει για το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο «Σ’ ένα γύρισμα της ζωής», θα κάνουμε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο και θα αναφερθούμε στα χρόνια που επαναστάτησε  αλλά «έφαγε τα μούτρα της» και θα σχολιάσουμε τη σημερινή κατάσταση στην κοινωνία, στις καρδιές μας, μέσα μας, σε μια προσπάθεια να διαπιστώσουμε τι στο καλό συμβαίνει στους ανθρώπους! Εγώ πήρα - και παίρνω - πολλά απ’ αυτή τη γυναίκα κάθε φορά που τη συναντώ. Μερικοί άνθρωποι έχουν την ικανότητα να σε κρατούν καθηλωμένο με αυτά που λένε και να σου δίνουν το κίνητρο να αναθεωρείς και να αλλάζεις σαν άνθρωπος προς το καλύτερο. Η ενέργεια που σου μεταφέρουν είναι μοναδική και στιγματίζουν, χαράζουν ανεξίτηλα την ψυχή σου.




Θ. Θ.: Πείτε μου δυο λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο με τίτλο «Σ’ ένα γύρισμα της ζωής».

Α. Π.: Είχα μέσα μου οργή για όλα αυτά που μας συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια. Ήθελα κάτι να πω. Αναφέρομαι στη σύγχρονη εποχή. Προσπάθησα όσο μπορώ να δώσω την εικόνα της κοινωνίας μας. Δεν είναι πολιτικό το βιβλίο, είναι κοινωνικό, αλλά μέσα από την κοινωνία βγαίνει η πολιτική. Είναι ρεαλιστικό, έχει όμως και το ποιητικό στοιχείο, όπως όλα μου τα βιβλία. Κάποιοι νομίζουν ότι ξέφυγα σε αυτό, αλλά δεν μπορείς να είσαι σε μία βιτρίνα και στον κόσμο σου. Πρέπει να είσαι μέσα στα γεγονότα και κοντά στους ανθρώπους. Αυτό που ήθελα πάντα είναι να είμαι κοντά στους ανθρώπους, να ακούω το παράπονό τους, την οργή τους, να μου λένε το λάθος τους.

Θ. Θ.: Τα γραπτά  σας είναι φαντασία ή βιώματα;

Α. Π.: Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τα βιώματα. Όλα μου τα βιβλία έχουν βιωματικά στοιχεία, αλλά έχουν και μυθοπλασία. Είναι βιώματα δικά μου, είναι βιώματα των άλλων που τα ‘χω ζήσει κοντά τους κι εγώ... Πάντως, δεν υπάρχει κανένα γεγονός και κανένας ήρωας που να μην τον ξέρω καλά. Μπορεί να μην είναι απόλυτα δικός μου άνθρωπος, αλλά τον έχω ζήσει, τον έχω μυριστεί, τον έχω ακούσει, δεν είναι τίποτα ψεύτικο.

Θ. Θ.: Πιστεύετε ότι το best seller είναι σαν το τραγούδι;

Α. Π.: Υπάρχει μία παρανόηση στον κόσμο, ότι ό,τι είναι best seller είναι δεύτερης κατηγορίας. Γιατί το καλό δεν μπορεί να γίνει best seller; Τα σκουπίδια, Θοδωρή μου, ξεχνιούνται. Είναι σαν του διάττοντες αστέρες, έρχονται και χάνονται. Το καλό μένει, το καλό δύσκολα αναδεικνύεται, αλλά όταν αναδειχθεί, θα μείνει.  

Θ. Θ.: Αγαπημένος συγγραφέας και αγαπημένο βιβλίο;

Α. Π.: Όταν ήμουν στην ηλικία σου διάβαζα πάρα πολύ. Ήμουν σε εσωτερικό σχολείο και απαγορεύονταν τα εξωσχολικά βιβλία. Διάβαζα το βράδυ με το φακό στο κρεβάτι μου. Τον Καζαντζάκη τον έχω διαβάσει με το φακό. Διάβαζα τους Ρώσους, τον Μυριβήλη, τον Λουντέμη, τον Βενέζη… Τώρα πια διαβάζω λιγότερο. Σήμερα υπάρχουν επίσης πολύ καλοί συγγραφείς, αλλά δε θα σου πω ονόματα, γιατί μπορεί να ξεχάσω κάποιον ή μπορεί να μην τον έχω διαβάσει ακόμα και να 'ναι πολύ καλός.

Θ. Θ.: Υπάρχει, κυρία Παπαδάκη, κάποιος τρόπος για να διαβάζουν οι νέοι περισσότερο;

Α. Π.: Το βιβλίο δεν το αγαπάς με το ζόρι. Δεν μπορεί κάποιος  να σου επιβάλλει να διαβάσεις, όπως μερικοί γονείς που κυνηγούν  σήμερα τα παιδιά τους με το βιβλίο στο χέρι. Το βιβλίο το αγαπάς βιώνοντάς το. Όταν ένα παιδί ζει σ’ ένα σπίτι όπου οι γονείς διαβάζουν, μοιραία θα διαβάσει κι εκείνο. Ή μπορεί από το δάσκαλο, απ’ τον καθηγητή. Εγώ είχα μία πολύ καλή φιλόλογο και τη θυμάμαι πάντα με πολλή αγάπη. Μας διάβαζε ποιήματα, μας έκανε ν’ αγαπήσουμε το βιβλίο και το διάβασμα.

Θ. Θ.: Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ηλικία που ένα παιδί πρέπει να ξεκινήσει να διαβάζει;

Α. Π.: Η εφηβεία.

Θ. Θ.: Συμφωνείτε με το διάβασμα στο tablet, στον υπολογιστή, στο i-Pad;

Α. Π.: Συμφωνώ δε συμφωνώ, αυτό συμβαίνει, υπάρχει, εξελίσσεται, αναπτύσσεται και στο μέλλον αυτό θα επικρατήσει. Αλλά το βιβλίο είναι διαφορετικό. Αλλιώς είναι να σημειώνεις αυτά που σου αρέσουν, να τσακίζεις τη σελίδα που θέλεις να ξαναδιαβάσεις, έχει μια άλλη γοητεία το χαρτί.

Θ. Θ.: Υπάρχει κάποιο βιβλίο που έχετε διαβάσει και που θα θέλατε να το έχετε γράψει εσείς;

Α. Π.: Κατά καιρούς πολλά. Το Μικρό Πρίγκιπα, ας πούμε.

Θ. Θ.: Κάποιο θέμα για το οποίο δεν αισθάνεστε τη δύναμη να γράψετε;

Α. Π.: Κοίτα, πάντα βάζω τα πιο δύσκολα θέματα για να δω αν μπορώ να γράψω γι’ αυτά, βάζω δηλαδή ένα στοίχημα με τον εαυτό μου. Σε όλα μου τα βιβλία βάζω πάντα τα πιο δύσκολα. Ως τώρα, όχι.

Θ. Θ.: Τι απαιτεί η συγγραφή ενός βιβλίου;

Α. Π.: Πρωτ’ απ’ όλα να το νιώσεις. Ποτέ δε θα έγραφα κάποιο βιβλίο επειδή μου το παρήγγειλε ο εκδότης μου. Έπειτα, αυτά που θα γράψεις να σου ‘χουνε γρατζουνίσει την ψυχή. Αν δε γίνει αυτό, το βιβλίο δε θα ‘ναι αληθινό. Είναι μία εργασία δύσκολη και ψυχοφθόρα γιατί τα δίνεις όλα. Βγάζεις, στύβεις εκεί την ψυχή σου. Δε νιώθω αγαλλίαση γράφοντας ένα βιβλίο, παλεύω. Είναι ένας αγώνας. Όταν τελειώσει, έχω κουραστεί τόσο πολύ, έχω αδειάσει την ψυχή μου, που περνάει καιρός για να ξαναπιάσω χαρτιά και μολύβια. Και γράφω γιατί ποτέ δεν ήμουν θεατής της ζωής, ποτέ δεν ήμουν σε μία βιτρίνα και απλώς να παρακολουθώ. Πάντα μαζί με τους ανθρώπους και κοντά σε όλα τα προβλήματα, με όποιο κόστος.

Θ. Θ.: Ασχολείστε και με κάτι άλλο;

Α. Π.: Με τη ζωή, με όλα! Με τους ανθρώπους μου, με το σπίτι μου, με τα λουλούδια μου, κάνω τα γλυκά μου, τα φαγητά μου, τις μαρμελάδες μου…

Θ. Θ.: Είστε καλή μαγείρισσα;

Α. Π.: Έτσι λένε…

Θ. Θ.: Πώς κρίνετε, κυρία Παπαδάκη, τη στάση της νεολαίας εν όψει της κρίσης που ζούμε;

Α. Π.: Σε άλλες εποχές και σε οτιδήποτε έπρεπε να ανατραπεί πάντα οι νέοι ήταν μπροστά. Σήμερα υπάρχει μια απάθεια. Όχι μόνο στους νέους, αλλά και στους μεγάλους. Καθένας είναι κλεισμένος στον εαυτό του, εκεί θυμώνει, εκεί βρίζει, εκεί δυσανασχετεί, μόνος με τον εαυτό του, ή με τον απέναντί του. Όλοι μαζί δεν κάνουμε τίποτα. Ξέρεις ποια είναι η εξήγηση; Έχουνε σπείρει τέτοιο φόβο στον κόσμο που του λένε ότι «αν κάνεις κάτι, θα έρθει κάτι χειρότερο». Κι αυτό τους κάνει να μαζεύονται και να λένε «κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι». Έχουνε διαλύσει τα πανεπιστήμια, τις ομάδες νέων που ήταν μπροστά, τα παιδιά έχουν πολιτικοποιηθεί σε σημείο που να μην μπορεί να γίνει κάτι αυθόρμητα. Οι νέοι είναι παγιδευμένοι. Δεν είναι ότι δε θέλουν, δεν είναι ότι δεν αισθάνονται, δεν είναι ότι δεν μπορούν.

Θ. Θ.: Τους δικαιολογείτε, δηλαδή;

Α. Π.: Είμαι λίγο θυμωμένη, αλλά τους δικαιολογώ.

Θ. Θ.: Εσείς υπήρξατε επαναστάτρια;

Α. Π.: Πάντα ήμουν. Ήταν και είναι, βέβαια, δύσκολο να είσαι επαναστάτης στο κατεστημένο. Έκανα τις ανατροπές που ήθελα να κάνω, πάλεψα γι’ αυτό, μου στοίχισε πολύ, το πλήρωσα πολύ ακριβά πολλές φορές…

Θ. Θ.: Δηλαδή;

Α. Π.: Παραδείγματος χάρη, η μάνα μου συνήθιζε να μου λέει «Βάνεις πάντα το κεφάλι σου εκεί που δε χωράει». Αυτό έκανα. Έβανα το κεφάλι μου εκεί που δε χωρούσε για να δω, για να μάθω, για να είμαι εκεί.

Θ. Θ.: Μετά το βγάζατε;

Α. Π.: Το ‘βγαζα, αλλά ήταν πάντα τραυματισμένο και με μώλωπες. Ό,τι συνέβη στη ζωή μου ήταν ανατρεπτικό. Τα πάντα!

Θ. Θ.: Σήμερα με ποιον τρόπο επαναστατείτε;

Α. Π.: Δεν ενδίδω στο κατεστημένο. Αναγκαστικά παίζω στο σύστημα, δε γίνεται διαφορετικά, αλλά παίζω με τα δικά μου χαρτιά.

Θ. Θ.: Εάν είχατε βήμα στη Βουλή, τι θα λέγατε;

Α. Π.: Ντροπή σας!

Κλείνουμε με αυτό και την ευχαριστώ από καρδιάς...



Συνέντευξη: Θοδωρής Θεοχαρίδης.







Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

«ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ ΜΕ ΤΗ ΝΑΤΑΣΣΑ ΜΠΟΦΙΛΙΟΥ»



Το περασμένο Σάββατο ήμουν στο ραντεβού με τον έρωτα, την αφοσίωση, τη θέρμη. Το περασμένο Σάββατο είχα συνάντηση με την ορμή, το πάθος, τη φλόγα. Το περασμένο Σάββατο είχα ραντεβού με τη Νατάσσα Μποφίλιου.



Η ώρα είναι περίπου έντεκα. Μοιράζομαι με τον κόσμο γύρω μου την αγάπη που μας συνδέει για την καλλιτέχνιδα. Σιγανή μουσική (τύπου «Uomini Addosso», Milva) κατακλύζει το μισοσκότεινο χώρο. Τα ρεσό κεράκια προσδίδουν μιαν αίγλη, ένα είδος λάμψης στην ατμόσφαιρα. Οι ψίθυροι του κόσμου καθιστούν μυστηριώδες το κλίμα.


Τα φώτα χαμηλώνουν και στα σκαλιά της δεξιάς πλευράς πάνω στη σκηνή κάνει την εμφάνισή της η Νατάσα Μποφίλιου, φορώντας ένα μαύρο, κολακευτικό φόρεμα μέχρι τα γόνατα, το οποίο αναδεικνύει το λαιμό και τους ώμους της. Χαρίζει στο κοινό της ένα όμορφα αληθινό και γοητευτικό χαμόγελο και παίρνει τη θέση της στο πιάνο. «Τα βεγγαλικά της μάτια», πλημμυρισμένα από λάμψη, η φωνή της κελαρυστή, δροσερή και κρυστάλλινη, όπως το νερό που τρέχει στο ποτάμι στα μέσα Δεκέμβρη… Κι «άναψε όλα τα φώτα κι έδωσε παράσταση».




Μια συνεχής μουσική δράση επί σκηνής, η παράσταση των Θέμη Καραμουρατίδη και Γεράσιμου Ευαγγελάτου, συνθέτη και στιχουργού αντίστοιχα της Νατάσσας. Μια υπερπαραγωγή για ψυχές όλων των ειδών: κλειστές κι ανοιχτές, άσπρες και μαύρες, ντυμένες με όποιο χρώμα η ζωή τις έντυσε. Γνωστά και μη εξαιρετέα κομμάτια, που έρχονται από το παρελθόν, κάνουν μία στάση στη σκηνή του PassPort, κερνάει η Νατάσα με τη φωνή και τις νότες της και φεύγουν με φόρα προς το μέλλον. Κομμάτια με μυρωδιά εξαιρετικής  ποιότητας.


«Αχ, ανθρωπάκια μου, πώς σας βασανίζουν τα μηδαμινά στη ζωή. Αχ, ανθρωπάκια μου, οι Θεοί δακρύζουν μ’ όσα προσκυνάτε στη Γη», είπε κάποια στιγμή με την ταξιδιάρικη και ζωηρή φωνή της η Νατάσσα. Στίχος από το «Μάγο Βιολιστή», μια αφήγηση ενός παραμυθιού με δυναμική ενορχήστρωση πνευστών και βιολιού που σε γεμίζουν φως. «Κάποιοι, κάπου, κάπως είδαν λένε το φως, μόνο εσύ έχεις τον τρόπο, έλα δείξε μου πώς», θα τραγουδήσει λίγο αργότερα με τη ζεστή, γήινη κι ερωτική της φωνή η μεγάλη ερμηνεύτρια, από το τραγούδι - και τίτλο της παράστασης - «Πάμε ξανά», το οποίο κυμαίνεται σε πιο ήπιους ηλεκτρονικούς ήχους.




Το ταξίδι με βάρκα τις νότες, με προορισμό την ελπίδα και την αισιοδοξία και καπετάνιο τη Νατάσσα Μποφίλιου κοντεύει να φτάσει στον τερματικό σταθμό. Χωρίς καθυστέρηση, σπεύδω στο καμαρίνι της, όπως έχουμε συνεννοηθεί. Μόλις μπω στο καμαρίνι, θα της χαρίσω μία ζεστή αγκαλιά, γεμάτη αγάπη και συγχαρητήρια, μαγεμένος από την παράσταση. Θα της πω ότι με ταξίδεψε και θα μου απαντήσει μ’ ένα χαμόγελο (η Νατάσσα δε λέει πολλά), ενώ θα μου προσφέρει μια θέση στο τραπέζι στη γωνία και η κουβέντα μας θα αρχίσει. Κοιταζόμαστε στα μάτια, γεγονός που επικυρώνει την ειλικρίνεια του χαρακτήρα της και συζητάμε για την παράσταση.




Μου μιλά για τον φίλο και συνθέτη Στάμο Σέμση, τον ντράμερ της Φοίβο Κουντουράκη, τον κιθαρίστα Σωτήρη Καστάνη, τον μπασίστα Γιώργο Μπουλντή, το βιολονίστα Δημήτρη Κουζή και τον Άρη Ζέρβα, που παίζει το τσέλο, καθώς και τη χημεία που τους συνδέει. Στα μάτια της μπορώ να δω τη φλόγα που καίει. «Είμαι πολύ χαρούμενη κι ευτυχισμένη που ετοιμάσαμε αυτήν την παράσταση και τη μοιραζόμαστε με τον κόσμο κάθε Σάββατο εδώ στο PassPort», θα μου απαντήσει όταν τη ρωτήσω πώς βιώνει την εβδομαδιαία κατάθεση ψυχής της. Λίγο αργότερα θα μου αποκαλύψει πως ενώ ήταν προγραμματισμένο να παίξουν οχτώ παραστάσεις στον ίδιο Πολυχώρο, τελικά το «Πάμε ξανά» θα πάρει παράταση.




«Θα τα πούμε σύντομα», της λέω και υπόσχεται κι εκείνη το ίδιο. Να το πάλι το χαμόγελό της. Να τες πάλι οι δυο χούφτες μέλι που ‘χει στα μάτια που μισοκλείνουν χωρίς να προσποιούνται…


Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Θα μπορούσε να ήταν γελοίο, αν δεν ήταν τόσο τραγικό. Δεν ξέρω πόσο πιο ζοφερή μπορεί να γίνει η πραγματικότητα. Ξέρετε, μου θυμίζει την τυφλόμυγα, που παίζαμε όταν ήμασταν μικροί. Μας έχουνε δέσει τα μάτια και βαδίζουμε στα τυφλά. Μόνο που στο παιχνίδι καταλήγαμε κάπου. Γραπώναμε με μια απότομη κίνηση του χεριού κάποιον και τελείωνε ο γύρος. Το παιχνίδι της πραγματικότητας; Έχει κανόνες; Έχεις τέλος; 





Πρώτα ο Μπεν, μετά η Μαντλίν, τώρα η τετράχρονη Μαρία στα Φάρσαλα, αύριο ποιος ξέρει... Το αγγελούδι με τα κατάξανθα μαλλιά, το λευκό δέρμα και τα γαλαζοπράσινα μάτια βρέθηκε τυχαία μετά από έρευνα της αστυνομίας για την πάταξη της εγκληματικότητας σε καταυλισμό Ρομά στα Φάρσαλα, κοντά σε ζευγάρι αθίγγανων οι οποίοι το παρουσίαζαν ως παιδί τους. Σύμφωνα με την αστυνομία, πήραν τη μικρούλα όταν ήταν βρέφος και επί τέσσερα χρόνια, εκμεταλλευόμενοι την αδιαφορία της ελληνικής γραφειοκρατίας, έβγαζαν κάθε είδους πιστοποιητικά για να αποδείξουν τη σχέση τους με το κοριτσάκι. Η ίδια οικογένεια έχει 14 παιδιά, τα οποία γεννήθηκαν, ως εκ θαύματος, σε μερικούς μόνο μήνες και έπαιρνε το πολυτεκνικό επίδομα των 2.800 ευρώ. Ερωτώ: η ελληνική γραφειοκρατία είναι πράγματι τόσο αθώα και αφελής; Και φυσικά, δε μου προκαλεί εντύπωση που ο δήμος Λαρισαίων πετάει το μπαλάκι στο δήμο Αθηναίων και τούμπαλιν. Ποιος, όμως, θα δώσει πίσω στο κοριτσάκι τα χρόνια που έχασε σε μια τόσο τρυφερή ηλικία; Αλλά βέβαια, δε χάθηκε το παιδί του αχρείου που τα πήρε για να εκδώσει το τάδε πιστοποιητικό ή του Σαμαρά… Ένα άγνωστο κοριτσάκι χάθηκε, που του στέρησαν την αγάπη και τη στοργή των αληθινών του γονέων, χωρίς εκείνοι να είναι σύμφωνοι μ’ αυτό. Ε, και;




Ένα άλλο θέμα που με συγκλόνισε είναι το μακελειό που προσκάλεσαν Ισλαμιστές στο εμπορικό κέντρο Westgate του Ναϊρόμπι. Με σόκαρε το βίντεο που κατέγραψαν οι κάμερες. Είδα ένοπλους άντρες, χωρίς ίχνος δισταγμού, να ανοίγουν πυρ κατά των πανικόβλητων επισκεπτών, να εκτελούν εν ψυχρώ ανήμπορους τραυματίες που σέρνονται αιμόφυρτοι στο δάπεδο, να απειλούν μάνες με παιδιά. Δε μπορώ να βγάλω από το νου μου εκείνη τη μάνα με τα τρία της παιδιά, που προχωρεί με την κάννη του όπλου να είναι κολλημένη στην πλάτη της. 67 οι νεκροί…




Κι ανοίγω χθες την τηλεόραση και πέφτω σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων. Διαβάζω τον υπότιτλο του θέματος που έπαιζε εκείνη την ώρα: «ΣΑΦΗ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΚΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΓΝΟΕΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ». Τόσο καιρό τι κάνει; Όχι απλά αγνοεί την κοινωνική συνοχή, αλλά «ΑΔΙΑΦΟΡΕΙ ΠΛΗΡΩΣ ΓΙΑ ΤΙΣ 2.500 ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ, ΣΚΟΤΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΔΕ ΔΙΝΕΙ ΔΕΚΑΡΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΛΟΠΕΣ, ΤΙΣ ΛΗΣΤΕΙΕΣ, ΤΙΣ ΔΙΑΡΡΗΞΕΙΣ, ΤΙΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ, ΤΟΥΣ ΕΜΠΡΗΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΦΩΤΙΕΣ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗ ΧΩΡΑ». Κοινωνική συνοχή; Είπατε κάτι, κύριε Σαμαρά; Κι ενώ το θέατρο του παραλόγου (αν και προσβάλλω τον παραλογισμό, όταν τον ταυτίζω με αυτούς τους ανθρώπους) συνεχίζεται μπροστά στα έκθαμβα μάτια, μύτη κι αυτιά μου, δεύτερο πλάνο ο Στουρνάρας, ο οποίος δηλώνει: «Ουδείς δικαιούται να υποτιμά τις θυσίες του λαού!» Ρίγη συγκίνησης διαπέρασαν το κορμί μου…


Όσα κι αν συμβούν σ’ αυτόν τον κόσμο, δε νομίζω ότι θα αλλάξει ποτέ. Απαισιόδοξος; Ρεαλιστής…

Θοδωρής Θεοχαρίδης.

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

"RED 11 - Η ΜΠΑΝΤΑ ΠΟΥ ΗΡΘΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ"

Ο Νίτσε έχει πει ότι «χωρίς τη μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος». Πώς θα ήταν άραγε η ζωή μας χωρίς τη μουσική; Μαντεύω πως θα 'ταν άτονη, άχρωμη και μονότονη. Σιωπηλή, ξέρετε, εκείνη η σιωπή που σε τρελαίνει. Και ανέκφραστη. Προσωπικά, βέβαια, πάντα θα νομίζω ότι κάτι λείπει από τη μουσική τού σήμερα. Χωρίς, όμως, αυτή έχω την εντύπωση ότι δε θα μπορούσα να ζωγραφίσω τους ήχους, να ξεφύγω από μια φορτωμένη με προβλήματα και απρόβλεπτα συμβάντα μέρα. Μια άδεια, κενή ζωή. Νους χωρίς χρώμα. «Είναι» χωρίς ουσία. Πόσο άσχημο ακούγεται! Μήπως το κομμάτι του παζλ που ψάχνω να 'ναι οι Red 11;


Η περίοδος του καλοκαιριού συνήθως μοιάζει αρκετά σύντομη. Συντομότατη δε, όταν περνάμε όμορφα. Το καθιερωμένο πλέον River Party, ο θεσμός που οι νέοι έχουν σίγουρα στο καλοκαιρινό τους πρόγραμμα, είναι ακόμη ένα δώρο του καλοκαιριού. Το πάρτι φιλοξενεί κάθε χρόνο διάσημους καλλιτέχνες της ελληνικής μουσικής σκηνής, αλλά και μπάντες νέων ατόμων που επιλέγονται μέσω διαγωνισμών για να τραγουδήσουν live. Μία εξ αυτών, ήταν φέτος οι Red 11, οι οποίοι ξεπερνώντας τους Incognito και τους Vasilina and the soul men, ανέβηκαν στη σκηνή του Youth Stage και ξεσήκωσαν όσους επέλεξαν το ξέφρενο πενθήμερο στο Νεστόριο της Καστοριάς... 


Ψάχνω και βρίσκω τον τραγουδιστή της μπάντας, ο οποίος τυγχάνει συντοπίτης μου και ακούει στο όνομα Κωνσταντίνος Θεμιστοκλέους.


Μία ωραία πρωία τού τηλεφωνώ και κλείνουμε ραντεβού στη Νύμφη του Θερμαϊκού, την όμορφη  Θεσσαλονίκη. Σάββατο, 5 Οκτωβρίου. Ώρα, πέντε παρά. Στον πολύβουο και οχλαγωγικό δρόμο της Καμάρας, ανάμεσα στους αγοραστές, τους εμπόρους και τους πραματευτές εντοπίζω μια φυσιογνωμία γνωστή. Λίγο αργότερα, καταλήγουμε στην παραλιακή, συναντώντας ανθρώπους οι οποίοι απολαμβάνουν τον απογευματινό τους καφέ με θέα το απέραντο γαλάζιο και τις μακρινές κορυφές του Ολύμπου. Μέσα, λοιπόν, σ' ένα κλίμα ανθρώπων που φοβούνται να εμπιστευτούν, να οραματιστούν και να σκεφτούν το επόμενο βήμα τους, ο Κωνσταντίνος μού ανοίγει την καρδιά του σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση δύο ωρών, οι οποίες κύλησαν όπως η θαλασσινή άμμος στ' ακροδάχτυλα των χεριών μας… 



(Θ. Θ. = Θοδωρής Θεοχαρίδης, εγώ. Κ. Θ. = Κωνσταντίνος Θεμιστοκλέους)



Θ. Θ.: Τι σημαίνει Red 11;


Κ. Θ.: Ο καθένας μπορεί να φαντάζεται ό,τι θέλει. Εμείς απλώς βρεθήκαμε μια μέρα σ' ένα στούντιο με τ' όνομα Red House και σκεφτήκαμε έτσι να πούμε τη μπάντα μας.


Θ. Θ.: Πότε τη φτιάξατε και τι σημαίνει για σένα το γεγονός ότι είσαι μέλος της;


Κ. Θ.: Τη δημιουργήσαμε τον Οκτώβριο του 2012. Τι σημαίνει για μένα… Είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Είναι ανάγκη, αλλά και γούστο.


Θ. Θ.: Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σου για τη μουσική;


Κ. Θ.: Φοίτησα στο Μουσικό Γυμνάσιο Σερρών, οπότε είχα την πρώτη μου επαφή με τη σύγχρονη και παραδοσιακή μουσική. Ανακάλυψα ότι μ' αρέσει πολύ αυτός ο τρόπος έκφρασης αυτού που είχα μέσα μου.


Θ. Θ.: Τι θεωρείς πιο σημαντικό στα υπόλοιπα παιδιά της μπάντας;


Κ. Θ.: Είμαστε μια πολύ όμορφη παρέα, Θοδωρή. Περνάμε καλά παντού, στο στούντιο, όταν βγαίνουμε έξω, κάνουμε πολύ χαβαλέ. Κι όπως μας έχουνε πει, η θετική αυτή ενέργεια βγαίνει και επί σκηνής και τη μεταδίδουμε όσο μπορούμε.


Θ. Θ.: Θα άλλαζες κάτι στο συγκρότημά σας;


Κ. Θ.: Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης. Κάτι συγκεκριμένο, όχι. Έχουμε σκοπό να μη σταματήσουμε να δουλεύουμε, ώστε να γινόμαστε καλύτεροι.


Θ. Θ.: Θα δοκιμάζατε την τύχη σας στο εξωτερικό;


Κ. Θ.: Ναι, είναι ένα από τα όνειρά μας. Προτιμούμε, βέβαια, να εξετάζουμε την πορεία των πραγμάτων βήμα - βήμα, αλλά είναι κάτι που το θέλουμε.


Θ. Θ.: Τι αγαπάς και τι μισείς σ’ αυτό το συγκρότημα;


Κ. Θ.: Αγαπάω πολλά, δε μισώ τίποτα. Απολαμβάνω το κέφι μας, τον τρόπο που συναναστρεφόμαστε, τα live





Θ. Θ.: Ποιο είναι το μουσικό σου είδωλο;


Κ. Θ.: Αρκετοί, στη φάση που είμαι ο Alex Turner.


Θ. Θ.: Υπάρχει κάποιος στοίχος που σε εκφράζει;


Κ. Θ.: Των Pink Floyd: «Hey you, don't tell me there's no hope at all. Together we stand, divided we fall».


Θ. Θ.: Τι παραπάνω είχατε από τους Incognito και τους Vasilina and the soul men και φτάσατε στο Νεστόριο Καστοριάς;


Κ. Θ.: Επειδή τους είδαμε live, δεν είχαμε τίποτα παραπάνω. Ο κόσμος μάς βοήθησε, με την ψήφο του. Και ξέρεις, είναι τόσο όμορφο να βλέπεις ότι έχει απήχηση αυτό που κάνεις.


Θ. Θ.: Πιστεύεις ότι η μουσική παιδεία διδάσκεται απαραίτητα σε ένα μουσικό σχολείο και σε ένα ωδείο ή αποκτάται και με την αυτοδιδασκαλία;Κ. Θ.: Η μουσική υπάρχει μέσα μας. Σε κάποιους περισσότερο, σε κάποιους λιγότερο. Σ' ένα ωδείο απλώς μαθαίνεις τον τρόπο να την εξωτερικεύεις.


Θ. Θ.: Υπάρχει κάποιο άλλο ταλέντο που θα ήθελες να είχες;


Κ. Θ.: Θα 'θελα να ζωγραφίζω, γιατί είναι ένας ακόμη ωραίος τρόπος να βγάζεις αυτό που έχεις μέσα σου. Αυτό είναι το κίνητρο στην τέχνη.


Θ. Θ.: Τι απεχθάνεσαι περισσότερο στους ανθρώπους;


Κ. Θ.: Το μίσος και το φθόνο.


Θ. Θ.: Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου;


Κ. Θ.: Το αδιέξοδο στα ρίσκα.


Θ. Θ.: Ο εαυτός σου με μερικές λέξεις;


Κ. Θ.: Αισιόδοξος, ονειροπόλος, επίμονος και τρολλάκι, κατά γενική ομολογία.


Θ. Θ.: Ποιο είναι το βασικό σου ελάττωμα;


Κ. Θ.: Δεν έχω ελαττώματα! (Γέλια!!!) Είμαι ισχυρογνώμων, όμως μόνο όταν είμαι 100% σίγουρος για κάτι.


Θ. Θ.: Γάμος ομοφυλόφιλων: αν περνούσε το σχετικό νομοσχέδιο στη χώρα μας θα το δεχόσουν ή θα τασσόσουν κατά;


Κ. Θ.: Θα το δεχόμουν χωρίς δεύτερη σκέψη, διότι καμιά πολιτεία και κανένα κράτος δεν έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει την ευτυχία σε κανέναν.


Θ. Θ.: Χρυσή Αυγή: πιστεύεις ότι κάνει καλό ή κακό στην πατρίδα μας;


Κ. Θ.: Κακό.


Θ. Θ.: Γιατί;


Κ. Θ.: Δημιουργεί ανελευθερία, είναι μια αντιδημοκρατική δύναμη, η οποία διαπνέεται από μια ιδεολογία και μια ρητορική που στηρίζεται στο μίσος, το οποίο δεν οδηγεί πουθενά. Δεν πιστεύω ότι οι Χρυσαυγίτες έχουν τη συνταγή για να βγούμε από την κρίση και σε καμιά περίπτωση δε θα πάνε μπροστά την ελληνική κοινωνία, αν και πρόκειται για ένα κόμμα με μεγάλη απήχηση.


Θ. Θ.: Τι σιχαίνεσαι στην Ελλάδα του '13;


Κ. Θ.: Δε μου αρέσει η νοοτροπία του μεσσιανισμού, περιμένουμε κάποιον με μαγικό ραβδάκι, δεν πιστεύουμε στις δυνάμεις μας. Νομίζω πως μόνοι μας πρέπει να οργανωθούμε ως κοινωνία, να ορίσουμε ένα συλλογικό όραμα και να δουλέψουμε για να το πετύχουμε.


Θ. Θ.: Ποιοι είναι οι μελλοντικοί στόχοι σας;


Κ. Θ.: Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας είναι η δουλειά, να παράγουμε δικά μας κομμάτια. Και πάντα στοχεύουμε, βεβαίως, στη συναισθηματική επικοινωνία με τον κόσμο. 


Συνέντευξη: Θοδωρής Θεοχαρίδης.





Κυριακή 7 Απριλίου 2013

ΔΙΑΒΑ(ΖΩ), ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ. Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ ΑΛΚΥΟΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.

 

Η αγαπημένη συγγραφέας στις 29 Μαρτίου, ημέρα Παρασκεύη, παρουσίασε το νέο της βιβλίο με τίτλο "Σ' ένα Γύρισμα της Ζωής". Ήμουν εκεί και παρακολούθησα όλη την εκδήλωση με αμείωτο ενδιαφέρον. Σας καταθέτω την εμπειρία μου με απόλυτη ειλικρίνεια και ευχαρίστηση.


Η Αλκυόνη Παπαδάκη έχει αποδείξει 17 φορές - όσα, δηλαδή, είναι τα βιβλία της - ότι μπορεί να γράψει χρυσές σελίδες. Είναι γεγονός ότι αν πιάσει κανείς Παπαδάκη στα χέρια του, θα δυσκολευτεί αρκετά να αφήσει την ιστορία στη μέση για την επόμενη φορά, κρατά τον αναγνώστη από το μανίκι, που λένε. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που δεν είχαν απολύτως καμία σχέση με το διάβασμα και ξεκινώντας με κάποιο αριστούργημά της έγιναν οι καλύτεροι φίλοι του βιβλίου. Αυτό οφείλεται χάρη στη λεπτεπίλεπτη οξυδέρκειά της, γι’ αυτό το κοινό της την ακολουθεί πιστά. Η Αλκυόνη Παπαδάκη με πολύχρωμο, έντονο και ζωντανό παλμό καθηλώνει τον αναγνώστη ως το τέλος. 

Πάντα, όταν αρχίζω να διαβάζω κάτι δικό της, νιώθω ότι γεμίζει το κενό που μου δημιουργεί η τετριμμένη καθημερινότητα και η θανατερή κατήφεια των ανθρώπων. Με αγάπη, ελπίδα, αισιοδοξία και μια φωτίτσα που σιγοκαίει μέσα στην καρδιά μου και μου υπενθυμίζει να μη χάνω την πίστη μου στο Θεό και στον εαυτό μου, η Αλκυόνη Παπαδάκη «ζει» μέσα μου. Τη συνάντησα για πρώτη φορά στην παρουσίαση του νέου της βιβλίου, «Σ’ ένα Γύρισμα της Ζωής», στα Public Συντάγματος και, ειλικρινά το λέω, ήταν από τις ουσιαστικότερες γνωριμίες της ζωής μου ως τώρα.

Το ρολόι έδειχνε 19:10, όταν η αγαπημένη συγγραφέας κάθισε στη θέση της, απέναντι σ’ όλους εμάς. Δίπλα της πήραν τις θέσεις τους η δημοσιογράφος Ελένη Γκίκα, η εκπαιδευτικός Ζωή Κουλίζου και η ηθοποιός Άννα Αναστασιάδου. Οι δύο πρώτες μίλησαν για τη γνωριμία τους με τη συγγραφέα και για το βιβλίο. Η τρίτη, διάβασε αποσπάσματα από αυτό με την καθαρή φωνή και την εξαιρετική άρθρωσή της.

Το καινούριο βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη είναι μια εικόνα της σύγχρονης εποχής. Οι ήρωες είναι παρμένοι από την εποχή που ζούμε και την εκπροσωπούν τέλεια. Είναι ο άνθρωπος που έχει καταχραστεί την εξουσία και έχει φτάσει πολύ ψηλά με αντάλλαγμα την ψυχή του, είναι ο νεαρός που ζητά τα ρέστα του και τα όνειρά του πίσω, είναι η κοπέλα που έχει παρασυρθεί από το life style και έχει χάσει τα βήματά της. Παρόλο, όμως, που το τοπίο είναι θολό, κάπου η αριστοτέχνης συγγραφέας δίνει ένα φως. Διότι, σύμφωνα με την ίδια, «οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη κάπου ν’ ακουμπήσουν». Μέσα απ’ αυτήν την ιστορία διαγράφεται η πορεία της Ελλάδας των τελευταίων χρόνων, πάνω στο χάρτη της ψεύτικης ευμάρειας, της κοινωνικής υποκρισίας, της κερδοσκοπίας, των χαμένων αξιών και συνειδήσεων, της οργής, της ταπείνωσης, της απελπισίας, αλλά και της ανθρωπιάς, της μοιρασιάς, της πίστης και του αγώνα, που αφήνουν πάντα μια χαραμάδα ελπίδας για καλύτερες μέρες.

Ενώ η παρουσίαση βρίσκεται σε εξέλιξη, αφήνω το βλέμμα μου να «βολτάρει» στην αίθουσα. Αυτό που συνειδητοποιώ με συγκλονίζει. Η εικόνα των αποσβολωμένων ανθρώπων που έσπευσαν να ακούσουν και να δουν από κοντά την αγαπημένη τους συγγραφέα, ήταν μοναδική. Βλέπω άτομα που «κρέμονται» από τα χείλη του προσώπου της βραδιάς, άλλους σε βαθιά σκέψη και περισυλλογή, γυναίκες και άντρες βουρκωμένους! Είναι να μη συγκινείται κανείς ακούγοντας αυτή τη γυναίκα να μιλά; Τι να πω; Για το γαλήνιο πρόσωπό της; Για την ηρεμία στην ψυχή της; Για τα λόγια αγάπης και ταπεινότητας; Ε, εκείνη τη στιγμή ανατρίχιασα κι εγώ. Χωρίς καμία υπερβολή, δεν έχω δει τόσο προσηλωμένο κοινό. Χωρίς καμία υπερβολή, δεν έχω συναντήσει τόσο λαμπερό άνθρωπο, με τόσο φωτεινή ψυχή! Κρατώ - πέραν όλων των άλλων - τη φράση με την οποία έκλεισε το λόγο της: «Καμία νύχτα δεν είναι αξημέρωτη». 


Θοδωρής Θεοχαρίδης.