Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

"ΣΥΝΕΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΟΖΑΪΤΗ"



«Δε σταματώ να απαιτώ από τον εαυτό μου να γίνεται καθημερινά ολοένα και καλύτερος. Είμαι τελειομανής, αυστηρός κριτής του εαυτού μου, γι’ αυτό και θέλω να υπάρχει μια σειρά, μια τακτική, ώστε κάθε φορά κάπου να βγαίνω, να προχωρώ ένα βήμα παραπέρα», είναι τα λόγια του Δημήτρη Βοζαΐτη κάπου στα μισά της κατά πρόσωπο κουβέντας μας, τη στιγμή που με κοιτάζει κατάματα και με πείθει για την αυθεντικότητα, την αυτογνωσία και την ενστικτώδη ορμή του χαρακτήρα του. Νωρίτερα, στέκομαι έμπροσθεν μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Περιμένω. Παρατηρώ τους ανθρώπους που βιάζονται, κωλυσιεργούν, τρέχουν, περπατούν πάνω - κάτω στην πολύβουη και φασαριόζικη Λιοσίων. Μέχρι που στρέφω το βλέμμα μου στ’ αριστερά και τον βλέπω. Ο Δημήτρης λάμπει από μακριά. Φορά μια ροζ μπλούζα κι ένα τζιν, κοντό παντελόνι. Μπαίνοντας στο σπίτι του, το ραδιόφωνο είναι στη δια πασών, αναπαράγοντας αγαπημένες, έντεχνες επιλογές του #Δίεση, οι οποίες μας ακολουθούν μέχρι να φτάσουμε στην κατάμεστη από φυτά βεράντα του. 


Ο Δημήτρης Βοζαΐτης είναι γεννημένος στις 2 του Φλεβάρη του ’86 στη Ζάκυνθο. Σπουδάζει Βιβλιοθηκονομία και Αρχειονομία. Γρήγορα, όμως, καταλαβαίνει ότι το τραγούδι τού πηγαίνει περισσότερο. Πριν από έναν περίπου χρόνο, λοιπόν, γεννάται το «Για Ένα Αύριο», σε μουσική του Ανδρέα Αποστόλου και στοίχους του Στράτου Αλημπατέ. Ενώ τον περασμένο Μάρτη, η μουσική του Μαρίνου Καρβελά κι οι στοίχοι του Στράτου Αλημπατέ «ντύνουν» το «Ένας Μονόλογος Φυγής». Με τις live εμφανίσεις τους στο "Carabet Voltaire", "Μεθοδία Live Stage", "Ghost House" και "Μπουάτ Απανεμιά", αποκτούν το δικό τους πιστό κοινό. Το 2016, ο Δημήτρης Βοζαΐτης, σε συνεργασία με συνθέτες - έκπληξη, ετοιμάζει το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ με 12 ολοκαίνουρια κομμάτια. 



Θ.Θ.: Δημήτρη, πότε καταλαβαίνεις ότι θ’ ασχοληθείς με το τραγούδι;

Δ.Β.: Κοντά στα δεκάξι μου χρόνια, όταν αρχίζω πια να καταλαβαίνω περισσότερο τον εαυτό μου και να θέτω κατευθυντήριες γραμμές. Στα δεκαεφτά μου, φεύγω από τη Ζάκυνθο κι έρχομαι στην Αθήνα. Ξεκινώ μαθήματα φωνητικής με τον Κωνσταντίνο Χατζή, δημιουργούμε μία καλλιτεχνική ομάδα μαζί με συμμαθητές μου, την οποία ο καθηγητής μου βαφτίζει με τ’ όνομα «Χρώμα», επειδή έβλεπε, όπως μας έλεγε συχνά, χρώματα - και παίζουμε για μερικές παραστάσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Καταλαβαίνω πλέον ότι αυτός είναι ο δρόμος που θέλω ν’ ακολουθήσω. Είναι ξεκάθαρο στα μάτια μου. 

Θ.Θ.: Σε μία από αυτές τις παραστάσεις, σε πλησιάζει ο Στράτος Αλημπατές, ο οποίος υπογράφει σήμερα στιχουργικά τα δύο πρώτα κομμάτια σας. Τι γίνεται εκείνη τη νύχτα;

Δ.Β.: Τελειώνει η παράσταση, με πλησιάζει ένας συμπαθητικός τύπος και μου λέει: «Γεια σου, είμαι ο Στράτος και γράφω στοίχους. Θα ήθελα να τους διαβάσεις και να μου πεις τη γνώμη σου». Ξαφνιάστηκα. Δε μου ‘χε τύχει κάτι πανόμοιο. Κοντολογίς, βγήκαμε, μιλήσαμε, διάβασα τους στοίχους του, είδα πώς γράφει, το είδος της γραφής του - θεωρώ πολύ σημαντικό το στοίχο σ’ ένα κομμάτι, μου αρέσει ο ψαγμένος στοίχος, ο φιλοσοφημένος, ο σοφιστικέ - δέσαμε και γίναμε ένα όμορφο, καλλιτεχνικό δίδυμο. Σ’ εκείνο το ραντεβού μού έδωσε, θυμάμαι, σ’ ένα χαρτί κάτι στοίχους με τίτλο «Για Ένα Αύριο». Μου ‘πε ότι γνωρίζει κάποιον που μπορεί να γράψει τη μουσική, τον Ανδρέα Αποστόλου, ένα νέο, ταλαντούχο παιδί. Το κόβουμε από ‘δω, το ράβουμε από ‘κει και τελικά το ηχογραφούμε. Είναι το πρώτο μας τραγούδι. Να σημειώσω ότι πέρα από τους στοίχους, ο Στράτος αναλαμβάνει τις δημόσιες σχέσεις, το management και φυσικά την καλλιτεχνική επιμέλεια των live εμφανίσεών μας σε διάφορες μουσικές σκηνές, όπου παίζουμε φυσικά το κομμάτι μας, αλλά και τραγούδια από τον ευρύτερο έντεχνο, λαϊκό χώρο.

Θ.Θ.: Τις πρώτες έξι παραστάσεις του παρθενικού σας ταξιδιού εμπιστεύεται το «Cabaret Voltaire».

Δ.Β.: Πάντα θα το λέω. Είμαστε ευγνώμονες απέναντί τους. Απίστευτη εμπειρία. Έξι παραστάσεις σε τέσσερις μήνες, με τον Πέτρο Κουτρουμπή στην κιθάρα. Για καλή μας τύχη και προς μεγάλη μας έκπληξη και χαρά, κάθε φορά είμαστε γεμάτοι, ο κόσμος μάς αγκαλιάζει. Παίρνουμε θάρρος και ενέργεια, σε μία στιγμή που ψάχνουμε καλλιτεχνικά από κάπου να πιαστούμε. Τελειώνουν οι παραστάσεις, οι οποίες γίνονται άνοιξη προς καλοκαίρι του 2014 και για το υπόλοιπο του καλοκαιριού δεν κάνουμε τίποτα. Βρισκόμαστε, όμως, σε μια διαδικασία συνεχούς αναζήτησης της καλλιτεχνικής μας πορείας. Είμαστε φρέσκοι. Έχουμε βγει, βέβαια, από το αυγό μας, αλλά «μυρίζουμε καινούριο», είμαστε ακόμη νεογνά. Αποφασίζουμε, λοιπόν, να κάνουμε κάποιες αλλαγές. Γνωρίζω μέσω του Αλέξανδρου Καψοκαβάδη την Κατερίνα Τεπελένα (βιολίστρια), η οποία μου συστήνει το Γιάννη Καφετζόπουλο (πιανίστας). Τα παιδιά αυτά αποτελούν μέχρι σήμερα την μπάντα μου. Αμέσως μετά, κοντά στο Σεπτέμβρη, μας προσεγγίζει ο Μαρίνος Καρβελάς - συνθέτης, τραγουδοποιός, ερμηνευτής - και του δίνει ο Στράτος το δεύτερο κομμάτι που γράφει, το «Ένας Μονόλογος Φυγής». Δύο μήνες μετά, το δεύτερο τραγούδι μας - πιο επαγγελματικό, σε όλα τα επίπεδα, από το πρώτο - είναι στη διάθεση και την κρίση του κόσμου. Το Δεκέμβρη επιστρέφουμε με πέντε παραστάσεις στην αγαπημένη πια και φιλόξενη σκηνή του «Cabaret Voltaire». Ο κόσμος είναι ξανά παρών - ενώ κάτι που μου ‘κανε φοβερή εντύπωση και μου άρεσε ιδιαίτερα είναι ότι ανανεώνεται, βλέπω στο κοινό μας καινούρια πρόσωπα, όλων των ηλικιών! Στη συνέχεια, μαζεύουμε τα μπαγκάζια μας και πηγαίνουμε σε έναν άλλον υπέροχο, αξιολάτρευτο και ιστορικό χώρο. Ψηλά στην Πλάκα, λίγο πιο κάτω από την Ακρόπολη, δεσπόζει η «Μπουάτ ΑΠΑΝΕΜΙΑ», ένας χώρος ο οποίος θυμίζει την παλιά Αθήνα και από τον οποίο έχουνε περάσει μεγάλα ονόματα, ένα εξ αυτών είναι ο Αλκίνοος Ιωαννίδης. Τρομερή εμπειρία, διότι ο κόσμος μάς ακολουθεί και εκεί.

Θ.Θ.: Τι σου λένε οι γονείς σου για ολ’ αυτά;

Δ.Β.: Η μητέρα μου με στηρίζει από τα πρώτα μου βήματα και είναι πλάι μου σε κάθε στιγμή της ζωής μου. Εκείνος ο οποίος μέχρι και την τελευταία παράστασή μας στο «Cabaret Voltaire» δεν είχε έρθει σε κανένα από τα live μας, είναι ο πατέρας μου. Όταν πια του επιτρέπουν οι υποχρεώσεις του να έρθει να μας δει, κάθεται σ’ ένα τραπέζι και λίγο αφότου ξεκινάμε να παίζουμε, παρατηρώ πάνω από τη σκηνή ότι τον πιάνουν τα κλάματα. Με το πέρας του live, του λέω: «Πατέρα, γιατί έκλαιγες;» «Γιατί είσαι υπέροχος. Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω παραπάνω». Ήταν μιαν έντονη, προσωπική στιγμή. (Σχεδόν βουρκώνει, μα γρήγορα αποδιώχνει τα δάκρυα που πιάστηκαν από τις άκρες των ματιών του).

Θ.Θ.: Ο αδερφός σου; (ρωτώ αμέσως για να τον αποφορτίσω).

Δ.Β.: Το παράπονο το έχω από το Γιάννη, ο οποίος δεν έχει έρθει ακόμη να μας ακούσει! Το κατανοώ, όμως, γιατί είναι δουλευταράς και τον απασχολούν οι υποχρεώσεις του. Είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα έρθει. Και πιθανό να μη μου το πει, παρά θα μου το φυλάξει ως έκπληξη. (Ζεστό χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη του, ενθυμούμενος τον αδερφό του).

Θ.Θ.: Τι αλλάζει στο Δημήτρη - άνθρωπο και στο Δημήτρη - μουσικό από τότε που αρχίζει να τραγουδάς;

Δ.Β.: Στο Δημήτρη - άνθρωπο αλλάζει η αυτοπεποίθησή του. Ωριμάζω γρηγορότερα. Γίνομαι πιο συνειδητοποιημένος. Ξέρω με μεγαλύτερη βεβαιότητα και σιγουριά τι ακριβώς ζητώ, τι ψάχνω, πού θέλω να φτάσω. Ως μουσικός, αποκτώ περισσότερες γνώσεις, «καλλιεργείται» το αυτί μου, ακούω καθαρότερα, τραγουδώ καλύτερα. Κάτι, το οποίο ακόμη εξελίσσεται. Και, νομίζω, δε θα σταματήσει ποτέ. Και στα δύο επίπεδα που θέτεις, πάντως, δε σταματώ να απαιτώ από τον εαυτό μου να γίνεται καθημερινά ολοένα και καλύτερος. Είμαι τελειομανής, αυστηρός κριτής του εαυτού μου, γι’ αυτό και θέλω να υπάρχει τακτική, σειρά, ώστε κάθε φορά κάπου να βγαίνω, να προχωρώ ένα βήμα παραπέρα.

Θ.Θ.: Από τα λίγα λεπτά που μιλάμε σ’ αυτό το μπαλκόνι, εικάζω ότι, ως μικρό παιδί, ήσουνα λιγάκι φοβισμένος…

Δ.Β.: Πάρα πολύ, (απαντά μ’ ένα μισόγελο, χείλη τεντωμένα και κλειστά, από την άκρη των οποίων γλιστρούν ακαθόριστες αναμνήσεις). Ιδιαίτερα κλειστός χαρακτήρας. Δε μιλούσα πολύ, δεν έκανα εύκολα φιλίες. Κάτι, το οποίο παύει να ισχύει στην 3η Λυκείου, οπότε βλέπεις έναν άλλο Δημήτρη: κοινωνικό, εξωστρεφή, σκανταλιάρη και ατάσθαλο.

Θ.Θ.: Πίσω στο παρόν. Πώς αντιμετωπίζετε ως μπάντα τα προβλήματα που προκύπτουν εξαιτίας της  κρίσης;

Δ.Β.: Έχω ένα πολύ μεγάλο ατού, το οποίο έχει όνομα και ακούει στο «Στράτος Αλημπατές» (γέλια!) Είναι ο μπροστάρης. Χάρη, λοιπόν, στις ευκαιρίες που του έδωσαν οι άνθρωποι από τους οποίους ζήτησε βήμα, γίναμε γνωστοί σε μία γενναία μερίδα κόσμου, η οποία έφερε την επόμενη, η επόμενη τη μεθεπόμενη κ.ο.κ. Δεν υπάρχει μυστική συνταγή επιτυχίας. Αρέσεις; Καλώς. Δεν αρέσεις; Κάποιο λάθος κάνεις.

Θ.Θ.: Πόσο καιρό προετοιμάζετε μια παράσταση;

Δ.Β.: Κοντά ένα μήνα. Πατά πρώτος το γκάζι ο Στράτος, ο οποίος έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια της παράστασης. Μου στέλνει τα κομμάτια που έχει επιλέξει ν’ ακουστούν. Μου δίνει το περιθώριο να του πω: «Στράτο μου, αυτό δε μου αρέσει», για να μου απαντήσει εκείνος αμέσως: «Εντάξει, βάλε κάποιο που σου αρέσει περισσότερο και είναι πιο κοντά στη φωνή σου». Έπειτα, οι επιλογές αυτές θα φύγουν από ‘μας για να καταλήξουν στους μουσικούς, οι οποίοι έχουν επίσης το δικαίωμα - και την κρίση - να μας πουν ποιο δε θα βγει ωραία στο live, άρα το διαγράφουμε, ποιο θα βγει όμορφα, άρα θα το κρατήσουμε σίγουρα. Επίτρεψέ μου να πω ότι η ελευθερία που μας δίνει ο Στράτος, είναι μεγάλο πλεονέκτημα. Εντείνει το πνεύμα συνεργασίας και όλη η ιστορία αποκτά στο τέλος ένα καλύτερο σενάριο.

Θ.Θ.: Έχεις άγχος πριν ανέβεις στη σκηνή;

Δ.Β.: Πάντα. Μετά το πρώτο και το δεύτερο κομμάτι, όμως, λύνομαι. (Πήρε να μου διηγείται ένα ευτράπελο που του συνέβη στο «Ζεύξις Club»): Είμαστε στα καμαρίνια. Έχω τρομερό άγχος. Κάνω εισπνοές - εκπνοές, περπατώ νευρικά πάνω - κάτω. Είναι αδύνατο να ηρεμήσω. Στο μεταξύ, οι μουσικοί μου έχουνε βγει κι αρχίζουν να παίζουν το ορχηστρικό, μετά από το οποίο βγαίνω εγώ. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Ξεκινώ να κατεβαίνω τις σκάλες, δεν προσέχω την προεξοχή που κάνει ο τοίχος σε κάποιο σημείο και χτυπώ άσχημα στο κεφάλι. Αίφνης, τα πάντα θολώνουν γύρω μου, το χειροκρότημα του κόσμου φτάνει μετά βίας στ’ αυτιά μου, χαμογελώ μέσα σε μια παραζάλη δίχως προηγούμενο, μ’ ένα σάλτο βρίσκομαι στη σκηνή και, χωρίς ίχνος άγχους κι ανησυχίας, ξεκινώ να τραγουδάω το πρώτο κομμάτι. Δε μ’ ένοιαζε τί - πο - τα! Αφού λέω του Στράτου: «Θα ‘ρχεσαι κάθε φορά και θα μου δίνεις μία στο κεφάλι, να μην καταλαβαίνω!» (γέλια!)

Θ.Θ.: Όμορφη και άσχημη στιγμή on stage;

Δ.Β.: Θα σου πω πρώτα την όμορφη. Είμαστε στη «Μεθοδία». Τραγουδώ το «Για Ένα Αύριο». Κάποια στιγμή, πριν το ρεφρέν, το τραγούδι έχει μια παύση. Δεν προλαβαίνω να μπω μετά την παύση κι ακούω τον κόσμο να τραγουδά το ρεφρέν. Ε, για μένα δεν υπήρχε εκείνη η στιγμή. Και η άσχημη: δε θα πω πού. Πρεμιέρα. Πολύ άγχος. Τα καταφέρνουμε πολύ καλά, μέχρι που κάνουμε ένα διάλειμμα. Περνούν δέκα λεπτά κι αποφασίζουμε να γυρίσουμε στη σκηνή. Κοιτάζω στον ήχο για να κάνω νόημα του ηχολήπτη ότι ξεκινάμε πάλι, αλλά δε βλέπω κανέναν πάνω από την κονσόλα. «Ρε παιδιά, πού είναι ο ηχολήπτης;» ρωτώ τους γύρω μου. Είχε φύγει. Τα ήπιε, μέθυσε κι έφυγε. (γέλια!) Να μην ξέρουμε τι να κάνουμε. Ένα μαγαζί κατάμεστο. Λύση, καμία. Τελικά, ειδοποίησα μια γνωστή μου, ηχολήπτρια στο επάγγελμα, έφτασε σε μισή ώρα, ανέβηκε κακήν κακώς στον ήχο και συνεχίσαμε χωρίς κανένα πρόβλημα. Αλλά αισθάνθηκα άσχημα για τον κόσμο, κατάλαβες;

Θ.Θ.: Τι γνώμη έχεις για τις ελληνικές, μουσικές σκηνές;

Δ.Β.: Τις λατρεύω. Ακόμη κι όταν δεν τραγουδάω, δηλαδή, στις μουσικές σκηνές θα με βρεις. Μου αρέσει πολύ ο «Σταυρός του Νότου», από τις σπουδαιότερες μουσικές σκηνές στην Αθήνα. Μου αρέσουν, όμως, κι οι μικρότερες. Το «Cabaret Voltaire», για παράδειγμα, είναι ένας ζεστός χώρος, ειδικά για ένα νέο καλλιτέχνη, αλλά δίνει και στο θεατή μιαν άλλη γλύκα. Το «Ghost House», στου Ψυρρή. Οι μικρές σκηνές είναι πιο παρεΐστικες.

Θ.Θ.: Τι λατρεύεις και τι μισείς στο χώρο σου;

Δ.Β.: Χμ… Ένας χώρος διφορούμενος. Λατρεύω τη μουσική του, γι’ αυτό μπήκα, άλλωστε. Μισώ, όμως, τις κλειστές πόρτες των επιχειρήσεων, ενώ έχουν απέναντί τους κάτι καινούριο. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά τους. Ότι δεν είμαστε πολύ γνωστοί. Ή, ότι δεν έχουμε χρήματα.

Θ.Θ.: Παρότι είσαι στην αρχή της καριέρας που φιλοδοξείς να κάνεις στο ελληνικό, έντεχνο τραγούδι, βιώνεις ανταγωνιστικές συνθήκες;

Δ.Β.: Ανταγωνιστικός απέναντί μου υπήρξε μονάχα ο εαυτός μου. Μέχρι στιγμής, όχι, δεν αισθάνθηκα ότι κάποιος με αντιμετωπίζει ανταγωνιστικά. Φροντίζω, Θοδωρή μου, να κάνω τη δουλειά μου όσο πιο σωστά γίνεται και να εξελίσσομαι, όπως λέγαμε νωρίτερα, πρώτα σαν άνθρωπος κι έπειτα σα μουσικός μέσα από αυτή και μόνο. Έως και σήμερα, μόνο θετικά μού έχουν φερθεί οι άνθρωποι του χώρου. Πίσω από την πλάτη μου, βέβαια, δεν μπορώ να ξέρω τι γίνεται και τι λέγεται.

Θ.Θ.: Τι σου κόστισε περισσότερο για να φτάσεις μέχρι αυτό το επίπεδο;

Δ.Β.: Οι φίλοι που έχασα. Τη στιγμή, όμως, που εκείνοι μου καταλογίζουν ότι δεν τους έδωσα την προσοχή που ήθελαν, εγώ τους καταλογίζω ότι δεν ήταν μαζί μου σε όλο αυτό.

Θ.Θ.: Ποια είναι τα ινδάλματά σου;

Δ.Β.: Από μικρή ηλικία έχω ιδιαίτερη αγάπη στη Celine Dion. Μεγάλωσα με τα κομμάτια της. Η Celine Dion ήταν και θα είναι η πιο ευχάριστη, μουσική συντροφιά μου. Μετά την ενηλικίωσή μου, αλλάζει εντελώς ο τρόπος που αντιδρώ κι εκδηλώνω τα αισθήματά μου, τον ψυχικό μου κόσμο πιο γενικά, οπότε γίνομαι θαυμαστής των Αρβανιτάκη, Ιωαννίδη, Μάλαμα, Νταλάρα, Αλεξίου. Και φτάνουμε στο σήμερα. Αγαπώ μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο τη  Νατάσσα Μποφίλιου. Τι φωνή, Θεέ μου! Βέβαια, δεν μπορώ να κρύψω τη συμπάθειά μου για την Ελένη Πέτα, την Ελεωνόρα Ζουγανέλη και τη Μαριέττα Φαφούτη. Ενώ από τις πιο καινούριες, μου αρέσει η Γεωργία Νταγάκη.

Θ.Θ.: Με ποιους καλλιτέχνες θα ήθελες να συνεργαστείς;

Δ.Β.: Αλκίνοος Ιωαννίδης και Γιώργος Νταλάρας. Νατάσσα Μποφίλιου και Ελένη Πέτα.

Θ.Θ.: Τι έχουν αυτοί που δεν έχουν οι υπόλοιποι που ανέφερες;

Δ.Β.: Η Μποφίλιου είναι η vintage της Αθήνας. Εκτός, δηλαδή, από τη φωνή της, ξεχωρίζω και το style της. Παρότι, χρονολογικά, ανήκει στη γενιά μου, κουβαλά την ψυχή της από μιαν άλλη, παλαιότερη δεκαετία. Η Πέτα έχει χαρακτηριστικό χρώμα στη φωνή της. Ο Ιωαννίδης έχει στιγματίσει τα παιδικά μου χρόνια. Ο Νταλάρας μπορεί να πει τα πάντα. Θεωρώ ότι είναι ο καλύτερος άντρας τραγουδιστής στην Ελλάδα.

Θ.Θ.: Θα πήγαινες σε κάποιο μουσικό talent show;

Δ.Β.: Όχι.

Θ.Θ.: Γιατί;

Δ.Β.: Νιώθω πλήρης με ό,τι έχω καταφέρει να κάνω μέχρι τώρα. Ναι, δεν είμαι τόσο γνωστός όσο θα γινόμουν αν πήγαινα σε κάποιο τηλεοπτικό talent show, αλλά θέλω να δοκιμαστώ, να ψηθώ, να με καθορίσω, να με διαμορφώσω, χωρίς την εφήμερη δημοσιότητα που μπορεί να μου προσφέρει μια τηλεοπτική εκπομπή. Από την άλλη, δεν κρίνω εκείνους που πήγανε, είτε επειδή έχουνε κάποιο σκοπό, είτε γιατί ήταν απωθημένο, ίσως. Οι μόνοι κριτές μου, Θοδωρή, είναι το κοινό κι οι συνεργάτες μου.

Θ.Θ.: Στο εξωτερικό θα έφευγες;

Δ.Β.: Ναι!

Θ.Θ.: Με τη σιγουριά που μου απαντάς, καταλαβαίνω ότι έχει περάσει από το νου σου σοβαρά αυτή η σκέψη.

Δ.Β.: Πολλές φορές.

Θ.Θ.: Τι σε κράτησε πίσω και τι σε περίμενε έξω;

Δ.Β.: Έξω με περίμενε μία πολύ καλή δουλειά γραφείου σε μία εταιρεία, με τα διπλά χρήματα, συγκριτικά με όσα παίρνει κανείς για την ίδια δουλειά στην Ελλάδα. Με κράτησε, όμως, πίσω μία πολύ όμορφη σχέση, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα τελείωνε αν έφευγα. Κι οι φίλοι μου.

Θ.Θ.: Το μετάνιωσες που δεν έφυγες;

Δ.Β.: Ποτέ.

Θ.Θ.: Ούτε όταν χώρισες από αυτή τη σχέση;

Δ.Β.: Ούτε.





Θ.Θ.: Ποιο από τα δύο κομμάτια σου ξεχωρίζεις; «Για Ένα Αύριο» ή «Ένας Μονόλογος Φυγής»;

Δ.Β.: «Ένας Μονόλογος Φυγής»;

Θ.Θ.: Για ποιο λόγο;

Δ.Β.: Είναι πιο κοντά στην ψυχή μου. Μου «μίλησε» από την πρώτη στιγμή που το διάβασα. Λατρεύω το solo του, που παίζει απίστευτα ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης.

«ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΥΡΙΟ»

Θ.Θ.: «Έρχονται στιγμές που νιώθεις κενός, άλλες που ξυπνάς και νιώθεις δειλός»: πότε νιώθεις κενός και πότε δειλιάζεις;

Δ.Β.: Κενός νιώθω όταν δεν είμαι ερωτευμένος. Δειλός, όταν δεν έχω προσπαθήσει για κάτι όσο θα έπρεπε. Επίσης, δειλιάζω να εκφράσω τον έρωτά μου για έναν άνθρωπο.

«ΕΝΑΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΦΥΓΗΣ»

Θ.Θ.: «Εγωισμός ή εμμονή η κάθε μας επιλογή»: Έχεις εγωισμό και εμμονές;

Δ.Β.: Είμαι εγωιστής σε μία σχέση, θέλω να περνάει το δικό μου (γέλια!) Η εμμονή μου είναι η τελειομανία που με διακατέχει.


Θ.Θ.: Αν δεν ήσουν τραγουδιστής, τι θα ήσουν; 

Δ.Β.: Γιατρός. Και νομίζω παθολόγος. 

Θ.Θ.: Πώς φαντάζεσαι τη ζωή σου σε 15 χρόνια από σήμερα;


Δ.Β.: Έχουμε κλείσει την Τεχνόπολη κι ετοιμαζόμαστε για συναυλία (ΓΕΛΙΑ!) Έξω; Ουρές! Φαντάζομαι - και ελπίζω - να έχω δύναμη για να δουλεύω πολύ! Θέλω να έχω τους ανθρώπους μου κοντά μου. Και να έρθουν άλλοι τόσοι, της ίδιας πάστας, που λέμε, της ίδιας αξίας, της ίδιας ποιότητας.

Θ.Θ.: Συγχωρείς εύκολα;

Δ.Β.: Ναι, πολύ.

Θ.Θ.: Σε ποια περίπτωση θα ήσουν αμείλικτος;

Δ.Β.: Με κάποιον που θα προσέβαλε την οικογένειά μου. Για μένα πες ό,τι θες. Έλα την επόμενη μέρα και πες μου: «Συγνώμη, Δημήτρη, ήμουνα νευριασμένος», «Γιατί, τι έγινε;» θα σου πω. Τέτοια φάση. Αλλά για την οικογένειά μου δε σηκώνω κουβέντα.

Θ.Θ.: Είσαι ερωτευμένος;

Δ.Β.: Πάντα είμαι. Έχω έναν καταπληκτικό άνθρωπο δίπλα μου. Είμαι πολύ τυχερός. 


Τρεις ερωτήσεις στο στιχουργό του "Για Ένα Αύριο" και του "Ένας Μονόλογος Φυγής".

Θ.Θ.: Γιατί διάλεξες τον Δημήτρη, μεταξύ άλλων, εκείνη τη νύχτα στο "Γυάλινο Μουσικό Θέατρο";

Σ.Α.: Όταν είδα και άκουσα τον Δημήτρη εκείνη τη νύχτα, είδα στο πρόσωπο ενός ταλαντούχου παιδιού όνειρα, τα οποία θέλησα να πραγματοποιήσουμε παρέα. Θέλησα να πορευτούμε με κεντρικό πυρήνα το πάθος μας για κοινούς στόχους, μέσα από την αγάπη μας για τη μουσική. 

Θ.Θ.: Πώς είναι να δουλεύεις μαζί του;

Σ.Α.: Ο Δημήτρης είναι συνεργάσιμος, ακούει τη γνώμη των άλλων και λειτουργεί πάντα ομαδικά. 

Θ.Θ.: Τι να περιμένουμε από εσάς τους δυο τα επόμενα χρόνια;

Σ.Α.: Πολλά νέα κομμάτια κι ελπίζω πολλές μουσικές παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα. Και μακάρι, αν όχι όλα, αλλά κάποια κομμάτια μας ν΄αντέξουν με την πάροδο του χρόνου.

(Ο Στράτος Αλημπατές, ο άνθρωπος που υπογράφει στιχουργικά τα δύο κομμάτια που ερμηνεύει ο Δημήτρης, κατάγεται από τη Μικρά Ασία και την Κρήτη. Είναι γεννημένος στο Μαρούσι στις 5 του Οκτώβρη του '81).



Συνέντευξη στο Θοδωρή Θεοχαρίδη.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου